χρυσοποῦλι
Χ(ρ)υσοποῦλ(ι) /τὸ/ = ἀλκυών, χρυσοποῦλι, θαλασσοποῦλι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Χ(ρ)υσοποῦλ(ι) /τὸ/ = ἀλκυών, χρυσοποῦλι, θαλασσοποῦλι.
είδος άγριου βρώσιμου χόρτου. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
ο τεχνίτης που κατασκεύαζε χτένια για τον αργαλειό Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Χτέν(ι) /τὸ/ (κτεὶς) = λεπτὸς σάν χτένι, ἰσχνός, τὸ ὀστοῦν τῆς ὠμοπλάτης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης το κοινό χτέενι για το χτένισμα των μαλλιών, το χρησιμοποιούσαν και για το χτένισμα του λωναρισμένου λιναριού, τοποθετώντας το πάνω σε ένα πλαστήρι. Το χτενισμένο λινάρι είναι πλέον ολοκάθαρο και μαλακό. Από τη . . . Περισσότερα
διαδικασία στην επεξεργασία του λιναριού. Γινόταν μετά το λωνάρισμα, πάνω σ΄ ένα πλαστήρι με τη συνηθισμένη χτένα των μαλλιών. Είναι η τελευταία περιποιήση πριν το γνέσουν. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
φυματίωση Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Χτουράω (Λ. futurus, Ἰ. futoere) = διαρκῶ, διατηροῦμαι, φτουράω.
μεγάλο εντυπωσιακό σπίτι, κτήριο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χτούριο /τὸ/ (κτίριον) = οἴκημα ἀσυνήθους μεγέθους διὰ τὸ περιβάλλον του. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χυμάω (χῦμα, χυμάω) = ἐπιτίθεμαι ἀκάθεκτος, χύνομαι ἐναντίον τινός. βλ. και χουμάω Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ορμάω. Εύχρηστος ο αόριστος. Εχύμ(η)σε ο σκύλος ή ο άνθρωπος εξαγριωμένος. Και χουμίζω. Ετυμολογείται πιθανότατα από το αρχαίο χύμα, πλημμμύρα (ρήμα χέω), (Μπαμπινιώτης). Σε μεσαιωνικό κείμενο (“Ιμπέριος και Μαρφαρόνα” στ. 544 διαβάζουμε: . . . Περισσότερα
Χ(υ)μὸς /ὁ/ (χέω, χύνω) = ὀπός, διάρροια, εὐκοιλιότης: «τὸν πάει χ(υ)μός».
Χύνομαι (χέω) = ἐκχύνομαι, ὁρμῶ ἀκάθεκτος. (β. λ. χυμάω, χουμάω). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χύνω καί χύνομαι = ἐξορμῶ ἀκάθεκτος, ρίχνομαι ἐναντίον κάποιου. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Χύστο /τὸ/ (κύσθος) = τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χύστο = αἰδοῖο, λέγεται ἔτσι γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἄσεμνη ὀνομασία. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
το ψάρι, γνωστό ως γλώσσα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χωματίδα /ἡ/ (χῶμα -ατὶς) = ὁ πλαγιόστομος ἰχθῦς γλῶσσα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χωματίζομαι (χῶμα, κῶμα) = προσλαμβάνω ὄψιν γαιώδη, χάνω τὴν χροιὰν τῶν ζώντων, περιέρχομαι εἰς κῶμα καὶ λήθαργον θανάτου.
Χωματίζω (χῶμα) = θάπτω εἰς τὸ χῶμα, ἐνταφιάζω.
Χώρα πόλις πρωτεύουσας ἐπαρχίας. Ἐκ τούτου ὁ Χωραΐτης. Σημ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν σημασίαν ταύτην.
Χωραΐτης ὁ ἐκ τῆς πόλεως πρὸς διαστολὴν τῶν ἐν ταῖς κώμαις οἰκούντων, οὓς χωριάτας καλοῦμεν. ἰδ. χώρα
Χωρατάριος § ἀστεῖος. Σημ. Ὁ Βυζ. σημ. μόνον χωρανταντζῆς.
Χωριάτης ἰδ. χώρα. καί χωριατσέλος (ο)
ο χωριάτης, το χωριατόπουλο
Χωρίζω (χωρὶς) = διαχωρίζω, διαζεύγνυμι, διακρίνω.
χώρισμα (τό) διαχωριστικός τοῖχος.
χώρος στον οποίο βάνομε άγουρα φρούτα για ωρίμανση, αλλά και ώριμα για διατήρηση. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χωσάδα /ἡ/ (χώννυμι) = ἄωρον ὀπωρικὸν (συνήθως ἀχλάδι) χωνόμενον ἐντὸς ἀχύρων πρὸς ὡρίμανσιν, πρᾶγμα κρυπτόμενον διὰ καταχώσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χωστὸς -ὴ -ὸ (χώννυμι) = βαθουλωτός, ὄχι ντεκολτέ: «παπούτσια χωστὰ» = ὑποδήματα βαθειὰ καλύπτοντα ἐπαρκῶς τὸν ἄκρον πόδα.