ἥπατα
Ἥπατα /τὰ/ (ἥπαρ) = αἱ σωματικαὶ δυνάμεις. «δὲν ἔχω ἥπατα νὰ πάω», «μοῦ κόπκαν τὰ ἥπατα». (β. λ. γήπατα ἧς τὴν ἐτυμολογίαν νομίζω ὀρθοτέραν).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἥπατα καὶ γήπατα (ἥπατα) = δυνάμεις· (τὸ μέρος ἀντὶ τοῦ ὅλου), φρ. δὲν μοῦ ἔμειναν ἥπατα – δὲν ἔχ᾿ ἥπατα ν᾿ ἀνασάνῃ – μοῦ κοπήκανε τὰ γήπατα (παρέλυσαν οἱ δυνάμεις μου).
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ήπατα, τα: (ήπαρ = το συκώτι). Το ήπαρ εθεωρείτο ως η έδρα των παθών. Η έκφραση «μου κοπήκανε τα ήπατα», σημαίνει δεν με κρατούν τα πόδια μου λόγω υπερβολικού φόβου ή εξαντλήσεως.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
βλ. και υἵπατα