χαψά (η)
η μπουκιά φαγητό
“Εφάγαμε μια χαψά και φύβγαμε για τ΄ αμπέλι” – “Μόλις έφαγα μια χαψά” ή “μια χαψά ψωμί τρώω και μου τόβγανες από τη μύτη”
Παροιμία: “Η πρώτη χαψά είναι ρουφιάνα / κι η δεύτερη πουτάνα” = με την έννοια ότι η πρώτη μπουκιά διεγείρει την όρεξη στους ανόρεχτους και συνεχίζουν να τρώνε κανονικά – τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαψὰ /ἡ/ (κάπτω, Τ. καbζὰ) = βλωμός, μπουκιά, ποσότης τροφίμου οἱουδήποτε ὅση ἐντίθεται ἑκάστοτε εἰς τὸ στόμα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και χαψιά. Μπουκιά.
“Τόκανε μια χαψά” ή “μια χαψά (αντί λίγο) ψωμί”. Ή ακόμα “το ΄χαψε” ( ο ανόητος κάτι που του είπα ή άκουσε).
Στο χωριό δε λέγαμε μπουκιά, αλλά χαψά (πάω να πάρω μια χαψά ψωμί). Την ίδια έννοια έχει και το τρίμμα ( από το τρίβω).
Φυσικά το ρήμα είναι χάφτω και από τον αόριστο έχαψα, ή χαψ(ι)ά.
Γνωστή και συνηθισμένη (μεταφορικά) η φράση “χάφτει μύγες” (και τ’οχαψε το παραμύθι,για να είναι ευκολόπιστο).
Το ρήμα απαντά και ως χάβω, μόνο που ο χαβάς είναι τούρκικος (hava), , όπως και ο χαλβάς!
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης