χερόβολο (το)
μικρή ποσότητα θερισμένου σιταριού ή βρωμιού που μπορεί να χωρέσει στο χέρι ενός ανθρώπου
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χερόβολο /τὸ/ (χεὶρ-βάλλω) = μία δρὰξ θεριζομένου σίτου κ.τ.ὅ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Η γνωστή δέσμη από στάχυα, όσα χωράει το χέρι (χούφτα), που κόβει το δρεπάνι του θεριστή. Ετυμολογείται από το χέρι και το ρήμα βάλλω. Μεσαιωνικά είναι το χειρό-βολον.
Ο Βαλαωρίτης στο “Φωτεινό”, άσμα Α’ : “κι εζήλεψα χερόβολα κι ααθεμωνιαίς, κι αλώνι”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Χερόβολο, § τὸ ποσὸν τῶν στάχυων, ὅσους δύναται νὰ λάβῃ διὰ τῆς χειρὸς ὁ θεριστὴς καὶ νὰ δρέψῃ.
Σημ. Ἐν Κύπρῳ λέγ. αὐτὸ δράγμα ὡς οἱ ἀρχαῖοι (Φιλίστ. Γ’. 439) καὶ χερβόλι (αὐτόθι 545).