Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Χ

χολοσκάω

Στο χωριό συνηθέστατο. Μη χολοσκάς, καημένα μ” Νιώθω μεγάλη στενοχώρια. Ιατρικά: υπερεκχυλίζει η χολή. Το αρχαίο χολάω (από τη χολή) θα πει μαίνομαι, οργίζομαι, “σκάω από το κακό μου” . Παρακάμπτω τους αρχαίους για να αναφερθώ στο Ιωάννου 7, 23 (της Καινής Διαθήκης) “εμοί χολάτε ότι όλον άνθρωπον υγιή εποίησα . . . Περισσότερα

χολοταράζομαι

Χολοταράζομαι § ταράσσομαι, ἐνοχλοῦμαι. Π. ἡσύχασε καὶ μὴ χολοταράζεσαι. Σημ. Ἐκ τοῦ χόλος καὶ ταράσσομαι, περὶ τῆς τροπῆς τῶν σσ εἰς ζ ἰδ. ἀνωτ. ἐν λ. συντάζω. Ὁ Βυζ. παρ. τὴν λ.

χορδή (η)

πλεξίδα από άντερα αρνιών ή κατσικιών, κοινώς γαρδούμπα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χορδὴ /ἡ/ (χόριον) = πλεξίδα ἐντέρων καὶ ἀδένων ἀμνοῦ ἐξ ἐριφίου γάλακτος, πλεξούδα, γαρδούμπα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χοροστασό

Χοροστασό. Πλατεῖα ἔνθα κατὰ τὰς ἐπισήμους ἡμέρας οἱ χωρικοὶ συνερχόμενοι χορεύουσιν ἢ παίζουσιν διάφορα γυμναστικὰ παιγνίδια.

χορταρούσο (το)

τόπος χορταριασμένος, όπου συνήθως παίζουν τα παιδιά: “Έπαιζα στο χορτρούσο του Φρυά”.

Χορτιώτης -σσα

ο κάτοικος του χωριού Χορτάτα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χορτιώτ(η)ς -σα = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Χορτᾶτα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χουγιάζω

Χ(ου)γιάζω (ἰάχω, ἰύζω, Τ. οὔϊ, Σ. οὐγιὰμ) = φωνάζω ἐξ ἀποστάσεως, φωνάζω δυνατά, ἐπιπλήττω ἐντόνως: «μ’ ἐχούϊαξε». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χουγιάζω § φωνάζω δυνατά. Π. Τί χουγιάζεις ἔτσι καὶ μ᾿ ἐξεκούφανες; Σημ. Ἡ λ. εἶναι πεποιημένη ἐκ τῶν φωνῶν χούϊ χούϊ (= ἰού, ἰού) ὁ παρ᾿ ἐμοὶ ἀνέκδ. . . . Περισσότερα

χούγιασμα

Χού(γ)ιασμα /τὸ/ (ἰάχω, ἰύζω, Τ. οὔϊ, Σ. οὐγιὰμ) = δημοσία μομφή, ἠθικὸν στίγμα εἰς τὴν κοινὴν συνείδησιν: «τσ’ τὦχνε χούγιασμα».

χουζουνέτι

Χουζ(ου)νέτ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χουσουνέτ, Τ. χουδζνὲτ) = σκαιότης, βαναυσότης, ἀντιπάθεια, μορφή, ἐλάττωμα, κουσοῦρι.

χουλιάρι -ριά

κουτάλι, κουτάλια: “Έπαρε μιαν χουλιαριάν από γάλα του φλώμου“, δηλ. του σπλόνου ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 150, όπου η συνταγή: “Πώς να ξεπρίζετε το κορμί του ανθρώπου”).

χουμάω

Χουμάω (χῦμα, χυμάω, χώομαι) = ἐπιτίθεμαι ἀκαθέκτως, ἐπιπίπτω ὁρμητικῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χουμάω § ὁρμῶ. Π. μαῦρο λιθάριν ἅρπαξε κῂ ἀπάνου του χουμάει (ᾆσμ. 8). Σημ. Ἐκ τοῦ χύμα (= χεῦμα = ῥοὴ = ὁρμή. ἰδ. Σύλλ. 14). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

χούμελη (η)

πολτός πολύ βραστερών οσπρίων στην χύτρα “Τα ρεβύθια έγιναν χούμελη”, δηλ. έλιωσαν από το βράσιμο. Ήταν κάλοψα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χούμελ(η) /ἡ/ ἄκλ. (Λ. humilis, Σλ. Χύμελε, Σ. χμέλj) = γαιώδης, ἄγευστος, ἀηδής, ὐπέργλυκος, κακοβρασμένος, παραβρασμένος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χούν΄πας (χούνουπας)

σκόνη και άχυρα από το ανέμισμα των δημητριακών στο αλώνι χούνπας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χούν(ου)πας /ὁ/ (χέω, χοῦς-ὠπή, πάσσω) = ἡ σκόνη τοῦ ἁλωνισμοῦ, τὰ αἰωρούμενα μόρια ἀχύρων καὶ χώματος ἀπὸ τὸ λίχνισμα (ἀνέμισμα) τῶν δημητριακῶν εἰς τὸ ἁλῶνι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χούνη

Χούν(η) /ἡ/ (χοάνη, Ἀλ. χόν-ι) = μικρὸν βαθύπεδον, τόπος χθαμαλὸς χωρὶς θέαν καὶ ἀερισμόν.

χούρχα (το)

ξερόφυλλα για προσάναμμα φωτιάς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χοῦρχρα = κλαδάκια, ἤ φύλλα ξερά πού ἀποτελοῦν σκουπίδια καί τά χρησιμοποιοῦν γιά προσάναμμα τῆς φωτιᾶς. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χουσμερή

τοπικό γλύκισμα φούρνου πίττα από αλεύρι, λάδι και ζάχαρη βλ. λαδόπιτα

χούφταλο

Γέροντας καταβεβλημένος (μειωτικό). Με αντιμετάθεση (αλλαγή θέσεως φθόγγων), από το φούχταλο. Αναλυτικότερα: Από το ρήμα κύπτω, σκύβω, σκύφτω, έχομε κούφταλο, χούφταλο και φούχταλο (πρβλ. χούφτα, φούχτα). Γνώρισμα του γέροντος είναι συνήθως η κύρτωση (σκυφτός από χρόνια). Κοίτα πώς έγινε, χούφταλο, δεν έχει ανάκαρα (από το ανάκαρδα, απρόθυμα, αδύναμα).

χριστιανὸς -ὴ (χσιανὸς)

Χ(ρι)στιανὸς -ὴ λέγεται συνήθως, ἀντὶ τῆς λέξεως ἄνθρωπος: «ποῦ ξεκίνσε ὁ χστιανὸς μὲ τέτοιον καιρό!», ἢ ὡς κλητικὴ προσφωνήσεως ἐκδηλωτικὴ συμπαθείας ἢ παραπόνου: «ἔλα χστιανέ μ’ μέσα μὴ βρέχεσαι», «τί θέλς χριστιανέ μ’ ἀπὸ μένα καὶ μὲ φορτώνεσαι;».

Χριστίνα (η)

το βολβοειδές φυτό υάκινθος, κοινώς ζουμπούλι. Λέγεται Χριστίνα γιατί ανθίζει τα Χριστούγεννα. Τα άνθη της είναι ποκιλόχρωμα και έχουν μορφή τσαμπιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χριστίνα = ζουμπούλι, ὀνομάζεται ἔτσι γιατί ἀνθίζει τά Χριστούγεννα (ὑάκινθος). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Χριστόψωμο ή Χριστοκούλουρο

Χριστοψώματα. Ξτόψωμα ή Ξτοκούλουρα Το ψωμί των Χριστουγέννων. Το “καλό ψωμί”, το έλεγαν έτσι γιατί συγκριτικά με το καθημερινό τους, ήταν πολύ καλύτερο. Το ζύμωναν με καθάριο αλεύρι από σιτάρι και κοσκινισμένο με ψιλή σήτα –μεταξόσητα. Η μάνα ή η μεγαλύτερη αδερφή, σκυμμένη στο ζυμωτάρικο σκαφίδι την προ-παραμονή των Χριστουγέννων . . . Περισσότερα

χρυσόξυλο (το)

το φυτό θάψος. Σε συνταγή γιατροσοφιού ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 67), βλέπομε: “χρυσόξυλο ξύλλα κοπάνισε και βγάλε τον ζουμόν και λάδι και βάλτα αντάμα εις ένα αγγείον εις τον ήλιον, ως να λαγάρει. Ύστερα κοπάνισε φύλλα κυπαρίσσι και πεπέρι μαύρο ανακάτωσέ το αντάμα και βάλτα εις τον . . . Περισσότερα