Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Χ

χαμαίδρυο (το)

το φυτό τεύκριον, κοινώς χόρτο της Παναγίας. Είναι πολύ πικρό. Οι παλιότεροι το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία των στομαχικών. ΒΑΛ. Αθ. Διάκος, Α΄: ” … χάνει με μιας την ασχήμια και την ταπεινωσύνη / ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή λαψάνα / γλυκαίνει το χαμαίδρυο …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού . . . Περισσότερα

χαμαιλειός (ο)

ποώδης φυτό με ακάνθινα φύλλα. Ανήκει στην οικογένεια των κυναροκέφαλων. Η ρίζα του, σημειώνει ο ΒΑΛ. (Αθανάσιος Διάκος, σχόλια): “είναι πλήρης οπού λευκού όστις εκτιθέμενος εις τον αέρα πήγνυται και γίνεται μελανόχρους. Είναι δηλητήριον δριμύ και θανατηφόρον. Η γεύσις της ρίζης του υπόγλυκος έχει αποφοράν βαρείαν ως την του κωνείου. . . . Περισσότερα

χαμός (ο)

ασθένεια των προβάτων επιδημική. ΒΑΛ. Φωτεινός, Β΄: “Ήρθε στην κόκκινη εκκλησιά εξήντα χρόνους πίσω / ένας σοφός καλόγερος φευγάτος απ΄την Πόλη / … / Στο πρόσταγμά του τα κουφά εφύγανε, αι ακρίδες / από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος …”.

χαμπέρι (το)

είδηση, μαντάτο στον πληθυντικό: τα γεννητικά όργανα του αντρός. “Τι χαμπέρι μας φέρνεις;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαμπέρ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χαπὲρ) = εἴδησις, πληροφορία, ἄγνοια, ἀδιαφορία, ἀνυπακοή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Χαμπάρι και χαμπέρι. Είδηση. Τα νέα. Γνωστή η φράση. “Τι χαμπάρια, μάστορα;” . . . Περισσότερα

χαμπεριάζω

υπολογίζω, λογαριάζω, σέβομαι κάποιον “Δεν σε χαμπεριάζω, αν ζεις ή πεθαίνεις” – “Αυτός δεν χαμπεριάζει κανέναν”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαμπεριάζω (Ἀ. Τ. χαπὲρ) = ἐνημεροῦμαι, ὑπακούω, σέβομαι, φοβοῦμαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Τούρκικης προέλευσης. Haber, υπολογίζω στη φράση, δε χαμπαριάζω, δεν λαμβάνω υπ . . . Περισσότερα

χαμπηλοφτουργιάζω

Χαμπηλοφτουρ(γ)ιάζω (χαμηλὸς-πτέρυξ) = ἐμφανίζω πάρεσιν (πτῶσιν) τῶν πτερύγων (ἔνδειξις νόσου διὰ τὰ πουλερικά).

χαμώγιο (το)

χαμηλά, ισόγεια σπίτια, χωρίς σανιδωτό δάπεδο, συνήθως μονόχωρα. Στα χαμώγια, στον ενιαίο χώρο, τα ΄βαναν όλα: τα βαγένια με το κρασί, την καπάσα με το λάδι, το σιτάρι, τα όσπρια και κάθε λογής εργαλεία τους. Τέτοιο ήταν και το σπίτι του ήρωα Φωτεινού του ΒΑΛ., στον Κόντρο: “Μέσα δεν είχε . . . Περισσότερα

χανάκα (η)

κόσμημα του λαιμού με πολυτελείς λίθους. Σε κτγρφ. περιουσίας του 1897 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: “χανάκες, πρώτη και δεύτερη μαργαριταρένιες”, και σε άλλη του 1724: “χανάκας σχοινιά δύο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χανάκα /ἡ/ (Ἀ. Τ. χανὴκ) = κλοιός, λαιμοπέδη, ἡ ἐγκαρσία πτυχὴ ποὺ ἐμφανίζεται εἰς τὰ . . . Περισσότερα

χάνω

Χάνω = χαίνω, μένω κατάπληκτος καὶ ἀδρανής: «ἔχασα, τάχασε».

χάπατο (το)

χαμένος, μπαίγνιο, ηλίθιος. “Είσαι χάπατο” – “Ναι, μωρέ χάπατο, που σε κοροϊδέψανε …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χάπατο (χαίνω, Τ. χὰπ) = εὐήθης, ἠλίθιος, μικρόνους. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χάπατο = χαμένο, κουτό, ἀνόητο, χάει ρέ χάπατο (χάει ρέ χαμένε, ἀνόητε). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα

χαρ΄νέμ΄το (επίρρ.)

επιφώνημα ταχταρίσματος χαράς, παιγνιδίσματος, εκδήλωση αγάπης. Λέγεται κυρίως στα μικρά παιδιά. “Μπα, χαρνέμτο, το παιδί, το καμάρ΄ μ΄” – “Είναι … χαρ΄νέστονε, να μην αβασκαθεί” = είναι όλο χάρη κι ομορφιά, λεβεντόπαιδο.  Ισχύει και για τα κορίτσια, βέβαια: “χαρ΄νέμ΄τηνε” ή “χαρ΄νέτη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαρνέτο μ΄ ή . . . Περισσότερα

Χαραδιώτης -ισσα

ο κάτοικος του χωριού Χαραδιάτικα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαραδιώτης -σα = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Χαραδιάτικα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χαράζω

Χαράζω (χαράσσω) = διακρίνω, διαχωρίζω ὀπτικῶς. «χαράζει» = ξημερώνει.

χάρακας (ο)

παιδικό παιγνίδι που παιζόταν από κορίτσια κυρίως. Παίζοταν με πρισσότερες από δυο παίχτριες. Πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια, κατά προτίμηση σε πλακόστρωτο,, αλλά και στο έδαφος, χάραζαν ένα παραλληλόγραμμο σχήμα, που το διαιρούσαν με δύο ή ή τρεις οριζόντιες γραμμές σε έξι ή οκτώ τμήματα. Το κάθε τμήμα, είχε επιφάνεια, . . . Περισσότερα

χαρακίδα (η)

Τον καιρό των Ενετών και των Φράγκων (σύμφωνα με αφηγήσεις της Χρυσούλας του Γιάννου του Καράμπαλου, που το είχε ακουστά από τον παππούλη της τον Ζαχαρία Πολίτη – Μεγανήσι), όποιος Λευκαδίτης έκαμε ωραία θυγατέρα τη χαράκωνε στο μάγουλο για το φόβο να την πάρουν οι Φράγκοι ή οι Ενετοί. Την . . . Περισσότερα

χαράκωμα

Όταν άνθιζε η σταφίδα έκαναν το χαράκωμα. Δηλαδή με ειδικά ψαλίδια στρογγυλής κόψεως χαράκωναν ολόγυρα τους κλώνους, λίγο πιο πάνω απο τον κορμό της μάννας, ή καλύτερα από το σημείο διακλάδωσης και σε βάθος 3 χιλιοστών περίπου. Έκαναν μάλιστα δυο χαρακωσιές, μια πάνω και μια 2 εκ. παρακάτω, κι αφαιρούσαν . . . Περισσότερα

χάραμα

Χάραμα § ὄρθρος, λυκαυγές. Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. χάραγμα (ἰδ. Σύλλ. 3).

χαραμάδα ή χαραματίδα (η)

η χαραματιά, η σχισμή σε τοίχο ή στέγη κ.λπ Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαραμάδα = σχισμή, ὁ ἥλιος μπαίνει ἀπό τήν χαραμάδα τῆς πόρτας (ὁ ἥλιος μπαίνει ἀπό τήν σχισμή τῆς πόρτας). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

χαραμέρι (το)

το χάραμα, η χαραυγή Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. Ι, 1030: “Γυναίκα γλυκομέτωπη, /με τα γαλήνια στήθια, / το χαραμέρι ως άκουγες, βαθιά τα πρώτα ορνίθια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαραμέρ(ι) /τὸ/ (χαράσσω-ἡμέρα) = τὸ λυκαυγές, ἡ χαραυγή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

χαράμι

Χαράμ(ι) /ἄκλ./ (Ἀ. Τ. χαρὰμ) = ματαίως, ἀνωφελῶς, παρ’ ἀξίαν.

χαραμίζω

Χαραμίζω (Ἀ. Τ. χαρὰμ) = δαπανῶ ματαίως, χρησιμοποιῶ ἀλυσιτελῶς, φθείρω ἢ θυσιάζω ἀνωφελῶς.