χαρ΄νέμ΄το (επίρρ.)
επιφώνημα ταχταρίσματος χαράς, παιγνιδίσματος, εκδήλωση αγάπης.
Λέγεται κυρίως στα μικρά παιδιά.
“Μπα, χαρνέμτο, το παιδί, το καμάρ΄ μ΄” – “Είναι … χαρ΄νέστονε, να μην αβασκαθεί” = είναι όλο χάρη κι ομορφιά, λεβεντόπαιδο. Ισχύει και για τα κορίτσια, βέβαια: “χαρ΄νέμ΄τηνε” ή “χαρ΄νέτη”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαρνέτο μ΄ ή χαρνέμ΄ το. το ουδέτερο του επιθέτου χαριτωμένος, χαριτωμένο με την πρόληψη δύο τύπων της προσωπικής αντωνυμίας “μου” και “το” στη γλώσσα του λαού πήρε τη μορφή (επιρρήματος το λέει ο Κοντομίχης) που προφέρεται στο χωριό, χαρνέτο μ΄ή χαρνέμ΄το, με επίδραση του ανάλογου “καλώς μ΄το”.
Δηλαδή: χαριτωμένο μου και συγκεκομμένα χαρνέτο μ.
Πάντως η “πρώτη ύλη” της λέξης είναι η χάρις, η ομορφιά, απ΄ όπου και το επίθετο χαριτωμένος. Κι αυτό μας θυμίζει το κεχαριτωμένη του Ακάθιστου (με αναδιπλασιασμό) που φυσικά ταιριάζει στην Παναγία, (η) κεχαριτωμένη, των “Χαιρετισμών”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Χαρ’νέτο ή χαρνέμ’το: Συνεπτυγμένη έκφραση να το χαρώ ή να μου το χαρώ. Αντίστοιχη Κρητική έκφραση είναι το «χαρώτο».
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα