χαΐρι, το
Χαΐρι, το = η χαρά, η πρόοδος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Χαΐρι, το = η χαρά, η πρόοδος
άντε “χάιτο μανούλα μου, να παίξεις, μας κούρλανες“
Χάκι /τὸ/ (Ἀραβ. κάτι, ἄκτ) = αὐστηρὰ ποινή, ἱκανοποίησις, δικαίωσις.
χαλαζόπτωση
αλίμονό του, καταστροφή του
το φυτό χαλβάνη η ρητινώδης (φυτό της Συρίας) Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Χαλδούζης /ὁ/ (Τ. χαλdοὺζ) = πλαθαρός, νωθρός, ἄχρηστος.
ερειπωμένο κτίσμα. “αφήσανε το σπίτι τους κι έγινε χαλέπεδο”. Συνήθως αυτά τα χαλέπεδα γίνονταν τόποι αφοδεύσεως των περιοίκων. Η λέξη είναι σύνθετη από την αλβανική χαλές = αποχωρητήριο, και το ελληνικότατο πέδον, όπως γήπεδο, επίπεδο κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλέπεδο /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω, ἄλη-πεδίον, ἁλίπεδον;) . . . Περισσότερα
ο αχρείος, ο τιποτένιος, ο ανίκανος
ζητώ, ψάχνω να βρω κάτι, ζητώ κάποιον. “Ποιον χαλεύεις να βρεις;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλεύω (χηλή = παλάμη, χηλεύω) = ἐρευνῶ νὰ εὕρω, φροντίζω ν’ ἀνακαλύψω, ψάχνω διὰ κάτι, ζητῶ νὰ μοῦ δώσουν, ἐπιδιώκω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαλεύω: χαλέπτω-ψω = επιζητώ συνήθως πιέζοντας . . . Περισσότερα
Αυτό το όνομα έγινε από το χαλεύω και αυτό με τη σειρά του από το χηλή (δωρικό: χαλά) που θα πει όπλη ή νύχια ζώων. “Εδήλωνε” όπως λέει ο Χατζηδάκις “και την του ανθρώπου χείρα”. Επομένως εύκολο να σχηματιστεί το ρήμα χαλεύω. Κι ο Ανδριώτης το ίδιο λέγει. Από το . . . Περισσότερα
Εἶδος ἀκάνθης, Πληθ. χάλια.
τόπος γιομάτος χαλίκια, έδαφος καλλιεργήσιμο μεν, αλλά χαλικιερό. Τοπωνύμιο: Χαλικιερό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλιᾶς /ὁ/ (χάλιξ) = ἔδαφος πλῆρες μικρῶν λίθων, σκιρρώδης ἐδαφικὴ περιοχή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαλιᾶς = μέρος καλυμένο ἀπό φυσικά χαλίκια. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
κτήματα με χώματα με πολλά μκρά χαλίκια Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
τόπος χαλιωμένος, γιομάτος χαλίκια Άγγ. Σικελιανός. “Παν”, Νέα Εστία, αφιέρωμα Χριστούγεννα 1952, σελ. 181: “Στα βράχια του έργου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσιάς τη λαύρα …”.
ο χρόνος από τη δύση του ήλιου ως το σούρουπο, χαλιπώνει, εχαλίπωσε. (βλ. σ΄νέμπασμα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλίπωμα /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω) = τὸ λυκόφως, τὸ σούρουπο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης χαλίπωμα σούρουπο: ὅπου καί τό τέλος τῆς ἐργάσιμης ἡμέρας, (ΑΡΧ. χαλεπός, χαλέπτω). Λεξικό Ιδιωματικών . . . Περισσότερα
Χαλ(ι)πώνει (χαλεπαίνω) = ἐπέρχεται τὸ λυκόφως, σουρουπώνει.
εξαφανίζομαι
χάλκινος κρίκος, το κρικοειδές ρόπτρο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλκᾶς /ὁ/ (χαλκός, χαλκεύω) = μετάλλινος κρίκος, μεταλλίνη κινητὴ λαβή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ο σιδηρουργός, ο χαλκεύς. Στα Πάθη του Χριστού λένε: “Χαλκιά, χαλκιά, φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια …” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης χαλκιάς (τό) ὁ σιδηρουργός Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
χάλκινη κανάτα για κρασί
Χαλκοποτίζω = συγκολλῶ μέταλλα διὰ τετηγμένου χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου.
συγκόλληση μετάλλων με λιωμένο ορείχαλκο
Χαλκὸς /ὁ/ = θειϊκὸς χαλκός, γαλαζόπετρα.
παλιό και κατεστραμμένο χάλκινο ή σιδερένιο σκεύος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλκοτσοῦκ(ι) /τὸ/ (χαλκός, Ἰ. zucca) = χάλκινον πεπαλαιωμένον σκεῦος, ἡμικατεστραμμένον μεταλλικόν σκεῦος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
η στρακαστρούκα, λεγόμενη του Πάσχα βαρελότο χαλκούνια έλεγαν παλιότερα και τα χάλκινα κέρματα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλκοῦν(ι) /τὸ/ (χάλκινος) = κροτίς, βαρελότο (ἐντεθειμένον ἐντὸς ἀχρήστου σκεύους ἢ κυτίου κονσέρβας πρὸς πυροδότησιν), χάλκινον κέρμα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
χάλκινο σκεύος κοινώς, χαλκοματένιο το σύνολο των χάλκινων σκευών ενός νοικοκυριού. Τα χάλκινα σκεύη που δίνονται ως προίκα. Το “χάλκωμα” στα προικοσύμφωνα το κατέγραφαν ανάλογα με το βάρος του: σε προικοσ. του χωριού Βουρνικάς του 1825 (ιδιωτικό) διαβάζομε: “χάλκωμα λίτρες 12”, Νο 12. σε άλλο του 1706, Νο 61 γράφεται: . . . Περισσότερα
ραντίζω με χαλκό (=γαλαζόπετρα). Με διάλυμα θειικού χαλκού ραντίζουν τα αμπέλια και άλλα φυτά καλλιεργήσιμα. Επίσης με χαλκό ραντίζουν και το σιτάρι που φυλάγουν για σπόρο: Το χάλκωναν – λένε – για προφύλαξη του σπόρου από το κάρβουνο, μια επικίνδυνη ασθένεια των δημητριακών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα
τριγωνικό νύχι της άγκυρας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χαλὸς /ὁ/ (χηλὴ) = ἡ γλυφὶς τοῦ ἀγκίστρου ἁλιείας, ὁ ὄνυξ τῆς ἀγκύρας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Χαλός, § οὕτω καλεῖται ἑκάστη αἰχμὴ τοῦ κάμακος. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
(τα ζώα): σφάζω τα ζώα