χανάκα (η)
κόσμημα του λαιμού με πολυτελείς λίθους.
Σε κτγρφ. περιουσίας του 1897 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: “χανάκες, πρώτη και δεύτερη μαργαριταρένιες”, και σε άλλη του 1724: “χανάκας σχοινιά δύο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χανάκα /ἡ/ (Ἀ. Τ. χανὴκ) = κλοιός, λαιμοπέδη, ἡ ἐγκαρσία πτυχὴ ποὺ ἐμφανίζεται εἰς τὰ ἔσω τῶν μηρῶν εὐτραφῶν βρεφῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης