χαμπέρι (το)
είδηση, μαντάτο
στον πληθυντικό: τα γεννητικά όργανα του αντρός.
“Τι χαμπέρι μας φέρνεις;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαμπέρ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χαπὲρ) = εἴδησις, πληροφορία, ἄγνοια, ἀδιαφορία, ἀνυπακοή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χαμπάρι και χαμπέρι. Είδηση. Τα νέα. Γνωστή η φράση. “Τι χαμπάρια, μάστορα;” και ο στίχος του τραγουδιού “Το χαμπέρι να σου στείλω”. Ή “δεν παίρνει χαμπάρι” κ.ο.κ. Η λέξη είναι τούρκικη, haber, είδηση. βλ. και χαμπεριάζω
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης