χαραμίζω
Χαραμίζω (Ἀ. Τ. χαρὰμ) = δαπανῶ ματαίως, χρησιμοποιῶ ἀλυσιτελῶς, φθείρω ἢ θυσιάζω ἀνωφελῶς.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Χαραμίζω (Ἀ. Τ. χαρὰμ) = δαπανῶ ματαίως, χρησιμοποιῶ ἀλυσιτελῶς, φθείρω ἢ θυσιάζω ἀνωφελῶς.