μερ(σ)οφούντι
Μεροφοῦντι /τὸ/ (Ἰ. mero-fondare) = μεσότοιχος, δομικὸν διαχώρισμα δωματίων, τσατμᾶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μερ(σ)οφούντι: μεσότοιχος, διαχωριστικό δωματίων (μέ ἁπλή ἤ χωρίς θεμελίωση), (ΙΤ. mero-fondare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου