Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Ρ

ρεστία (η)

η υποχώρηση μεγάλου κύματος από την αμμουδιά, που καθώς αποσύρεται, ώσπου να έρθει άλλο ισιάζει την αμμουδιά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεστία /ἡ/ (Ἰ. rastiare) = ἡ ὑπαναχώρησις (παλινδρόμησις) τοῦ κύματος ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, ἡ άπόξεσις τῆς ἀμμώδους ἀκτῆς ὑπὸ τοῦ ἀποσυρομένου κύματος. Τα Λευκαδίτικα — . . . Περισσότερα

ρεστόρο

Ρεστόρο /τὸ/ (Ἰ. restare) = ζωμὸς κρέατος ἢ ἰχθῦος συμπεπυκνωμένος διὰ πολλῆς βράσεως.

ρέστος -η -ο

Ρέστος -η -ο (Ἰ. resto) = ὑπόλοιπον λογαριασμοῦ, ποσότητος ἢ δοσοληψίας. «εἰ δὲ ρέστο» = διαφορετικά, εἰς πᾶσαν ἄλλην περίπτωσιν.

ρέτενο (το)

κοπιώδης προσπάθεια. εμπόδιο. Φράση: “τ΄ άλογο δεμένο στην αυλή, έφαγε τα ρέτενα, όσο να το απ΄με για βοσκή”. Για τους ανθρώπους: “Πού ήσουνα; Έφαγα τα ρέτενα να σε βρω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρέτενο /τὸ/ (Ἰ. ritegno) = ἐμπόδιον, πρόσκομμα: «ἔφαγε τὰ ρέτενα γιὰ νὰ τόνε . . . Περισσότερα

ρετζιβούτα και ρετσιβοῦτα

απόδειξη, κατάστιχο. ‘Εδοσα του γαμπρού μου του σήμου τζεκίνια εβδομίντα ένα, ανακαλά ης την ρετζιβούτα έχη μονάχα πενίντα” (χργρφ. λογαριασμός 1744 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρετσ(ι)βοῦτα /ἡ/ (Ἰ. ricevuta) = ἔγγραφον, πιστοποιητικόν, κοινοποίησις κήσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης και ριτζεβούτου

ρετσέλ(ι)

Ρετσέλ(ι) /τὸ/ (Τ. ρετσὲλ) = κομπόστα ἀπὸ μοῦστον (ἀπὸ γλεῦκον σταφυλῆς).

ρετσέτα

Ρετσέτα /ἡ/ (Ἰ. ricetta) = συνταγή, ἰατρικὴ συνταγὴ φαρμάκου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Η συνταγή, η λίστα. το ιταλικό ricceta. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

ρέτσι

Ρέτσι /τὸ/ (Ἰ. rezzo) = τὸ ὑγρὸν ποὺ ἀπομένει ἀπὸ τὸ βράσιμον τῆς μυζήθρας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ρέτσι = τό τελευταῖο ὑγρό πού μένει ἀπό τό γάλα μετά τό βράσιμο καί τήν ἐξαγωγή τῆς μυζήθρας. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ρετσίτσιο

Ρετσίτσιο /τὸ/ (Ἰ. reciso) = ἀποτομία, νευρικότης. (Ἰ. rezzo) = αἴσθημα ψύχους, φρικίασις, ἀνατριχίλα.

ρεύω

Ρεύω (ῥέω) = ἀφυδατοῦμαι, τήκομαι, φθίνω, ἀδυνατίζω, ἀπισχαίνομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης «Φωτοκαμμένα ρεύουνε» (σελ. 191, ἈΘ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΕΚΤΟΝ) Ρεύω, ἐπὶ φύλλων, ἀνθέων ἥ τρυφερῶν καρπῶν, ὅταν ἐκ τινος ἀτμοσφαιρικῆς ἐπιρροῆς αἰφνιδίως καταπίπτωσιν. Λέγεται δὲ μεταφορικώς καὶ περὶ ἀνθρώπων, ὑπὸ χρονίας καὶ μακρᾶς νόσου τηκομένων. Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα . . . Περισσότερα

ρεφέρτα (η)

τακτοποίηση – επισκευή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεφέρτα /ἡ/ (Ἰ. rifare) = ἐπισκευή, εὐθέτησις, εὐπρέπισις Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ρεφέρτα (ἡ) : ἐπισκευή, εὐθέτηση (IT. rifinitura). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου  

ρεφούδι ή ρεφούντιο (το)

αυγοτάραχο από θηλ. στράδι – μπάφα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεφοῦδι /τὸ/ (Ἰ. rifare-fondere) = συντετηρημένον αὐγοτάραχον κεφάλου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ρεχάτι

Ρεχάτ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. ραχὰτ) = ραστώνη, ἄνεσις, νωχέλεια, χουζοῦρι.

ρεχατιάζω

αναπαύομαι με πολλή ευχαρίστηση, απολαμβάνω, κάνω χουζούρι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεχατιάζω (Ἀ. Τ. ραχὰτ) = ἀναπαύομαι, ἠρεμῶ, ξαπλώνομαι, χουζουρεύω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ρέψιμα

απόβολή του άνθους στη σταφίδα Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

ρῆμα

Ρῆμα /τὸ/ (ρίμμα; ρύμα; ρῆγμα; ἄργεμα;) = κερατῖτις τοῦ ὀφθαλμοῦ.

ῥημάδι

Ῥημάδι  καὶ ΕΡΜΟ (ἔρημον). Κατάρα ἀπευθυνομένη εἰς τὰ ζῷα καὶ ἀνθρώπους. – Φρ. τὸ ἔρμο καὶ τὸ σκότεινο – ἔρμος = ταλαίπωρος, ἄθλιος.

ρήτος

Παρατσούκλι στο χωριό. Στο βιβλίο του Μ. Τριανταφυλλίδη “Τα οικογενειακά μας ονόματα” (Αριστοτέλειο Ινστιτούτο Νεοεεληνικών Σπουδών, ϊδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη, σελ. 260, του γεν. Ξυρυτηρίου 21, 32), διαβάζουμε: ΡΗΤΩΣ. Στην κατηγορία των “μητρονυμικών” βλέπουμε: “κάποτε ένας άντρας παίρνει το όνομα της γυναίκας του, όταν είναι ξένος ή σώγαμπρος ή της πεθεράς . . . Περισσότερα

ρήχνω -τω

Ρήχνω -τω (ῥήγνυμι) = ξεπροβάλλω, φυτρώνω, βλαστάνω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ρήχνει = ξεβλαστώνει, πετάει, ἔρηξε τό ἀμπέλι (πέταξε, ξεβλάστωσε τό ἀμπέλι). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. καὶ ρίχνω

ριάλι (το)

ισπανικό νόμισμα. 2 ριάλια (ή ρεάλια) – 1 τζεκίνι Σε έγγραφο εξουσίας, 17 νοεμβρίου 1757 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έλαβα και από νίκη τον αργαστηριόνε, οπού ίνε από κάτω από το σπήτι από τους 1744, έος τους 1758, που ίνε χρόνη δεκατέσσαρη, από 40 ριάλια το χρόνο, σουμάρουν ριάλια 560, . . . Περισσότερα

ριανέλλο

Ριανέλλο /τὸ/ (Ἰ. realle-nello) = τὸ τέταρτον κατὰ σειρὰν καὶ πυκνότητα εἶδος δικτύου τῆς τράτας (μετὰ τὸ ριάλι).

ριβέκια (η)

ξύπνημα ανέγερση Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ριβέκια /ἡ/ (Γαλ. reveiller) = ἀφύπνισις, ἀνέγερσις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ρίγα

Ρίγα /ἡ/ (Ἰ. rego, regulus) = κανών, χάραξ, γραμμὴ εὐθεῖα.