ρεστόρο 15 Φεβ, 2017 Ρ 0 Σχόλια 0 Ρεστόρο /τὸ/ (Ἰ. restare) = ζωμὸς κρέατος ἢ ἰχθῦος συμπεπυκνωμένος διὰ πολλῆς βράσεως.