Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γκρινιάζω

Γκρινιάζω (γρύζω) = μεμψιμοιρῶ, γογγύζω, φιλονεικῶ, κλαυθμηρίζω, ἀπὸ προδιάθεσιν καὶ σχεδὸν ἀναιτίως.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.