ρήχνω -τω
Ρήχνω -τω (ῥήγνυμι) = ξεπροβάλλω, φυτρώνω, βλαστάνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ρήχνει = ξεβλαστώνει, πετάει, ἔρηξε τό ἀμπέλι (πέταξε, ξεβλάστωσε τό ἀμπέλι).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
βλ. καὶ ρίχνω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!