ροῦμ(ι)
Ροῦμ(ι) /τὸ/ (Ἀγ. Ἰ. rum) = δριμὺ ἀνδρικὸν ἡδύποτον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ροῦμ(ι) /τὸ/ (Ἀγ. Ἰ. rum) = δριμὺ ἀνδρικὸν ἡδύποτον.
μια μαζεμένη ποσότητα υγρού ή χυλός
Ρούμπωμα /τὸ/ (Ἰ. rubare) = πρόχειρος μετριασμὸς τῆς πείνης, μεγάλη μπουκιὰ λαιμαργίας.
γεμίζω το στόμα μου με φαγητό βία-βία, κατεβάζω την τροφή αμάσητη. φράσεις: “ερούμπωσα” = εχόρτασα, γιόμισα την κοιλιά μου – “το ρούμπωσε στη στιγμή”. ουσιαστικό: ρούμπωμα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρ(ου)μπώνω (Ἰ. rubare) = καταπίνω ἐν σπουδῇ, χάφτω ἀμάσσητον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ρουμπο . . . Περισσότερα
Ροῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. regno;) = μεταλλικὸν κέρμα (συνήθως εἰκονίζον τὴν βασιλικὴν προτομήν).
δέντρο του δάσους με πολύ σκληρό, κοινώς “δέντρο”. Το ξύλο που χρησιμοποιείται για πολύ ανθεκτικές ξυλοδομές, όπως στους σκελετούς των ξυλόδετων σπιτιών της Λευκάδας, για εξωτερική επένδυση των σπιτιών με “δέντρινες” σανίδες, για υποστηλώσεις σπιτιών κ.λπ. ΒΑΛ. “Το ξεριζωμένο δέντρο”: “όποιος κι αν έστειλε σ΄ εμέ, ρουπάκι, καλώς ήρθες”. Λεξικό . . . Περισσότερα
ο από τον συνοικισμό της Νότιας Λευκάδας, Ρουπακιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρ(ου)πακιώτ(η)ς -σα = ὁ ἐκ τοῦ συνοικισμοῦ Ρουπακιά. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρουπώνω = τρώγω κάτι πρόχειρα, ρούπωσα, ἔφαγα κάτι (ἀπ᾿ τό ρουμπώνω). βλ. και ροπώνω
φυτό αναρριχώμενο ακανθώδες, ανάλογα με τη θέση που βρίσκεται γίνεται και έρπον. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ροῦσκλο /τὸ/ (Λ. ruscus, Ἀλ. ρρούσκουλ-ι) = φυτὸν ἀκανθῶδες ἕρπον καὶ ἀναρριχώμενον ὡς ἡ βάτος, ροῦσκος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ροῦσος -α -ο (Ἰ. rosso, Λ. russeus, Σ. ροὺς) = ξανθός, ξανθοκόκκινος.
(βενετ. ruspido, ruspi’o): νεόκοπος (τζεκίνια ρούσπιδα)
Ρουχν(η)τὸ /τὸ/ (ρέγχω, ῤόγχος) = τὸ ροχαλητὸ τοῦ κοιμωμένου.
ροχαλίζω
Ρουχνίζω (ῤέγχω, ῤόγχος) = ῥεγχάζω, ῥοχαλίζω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ρουχνίζω = ροχαλίζω, ἀναπνέω βαθιά ἀπό τή μύτη. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής Ῥουχνίζω § ῥέγχω ἐν ὕπνῳ. Σημ. Ἐκ τοῦ ῥέγχω = ῥόγχω = ῥόχνω = ῥουχνίζω. Τοῦτο ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. λέγει «ῥοχαλιάζω» (Νεφ. 5), . . . Περισσότερα
Ρούω (ρύω, ὀρούω, Λ. ruo) = ἐλαύνω ἐν σπουδῇ τὸ ποίμνιον, περνῶ, περνῶ γρήγορα τὸ κοπάδι. (ἐν χρήσει κυρίως εἰς τὸν μέλλοντα καὶ τὸν ἀόριστον: θὰ ρούσω, ἔρουσα).
η λέξη χρησιμοποιείται προκειμένου περί σκύλων ή αγριμιών, όπως ο λύκος και το τσακάλι. Ρυάζομαι = ουρλιάζω, ωρύομαι. Το ρυάσιμο δεν έχει την υφή του γαβγίσματος, Είναι σαν ένα είδος παραπόνου ή κλάματος του ζώου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρυάζομαι (ὠρύομαι -άζομαι) = βρυχῶμαι, οὐρλιάζω. Τα . . . Περισσότερα
τα δρομάκια, τα σοκάκια. >ρυμοτομώ
Ρ(υ)τὰ /ἐπίρ./ (ρυτὸς) = ἀδεσμεύτως, ἐν καλπασμῷ, ὁλοταχῶς, δρομαίως.
Ρ(υ)χτοῦ /ἐπίρ./ (ἐρύω, ρύω, ρυτὴρ) = ἐν καλπασμῷ, τροχάδην, δρομαίως. «πάει τοῦ ρχτοῦ».
Ρύχτω (ἐρύω, ρύω, ρυτὴρ) = ὑποζύγιον, τροχάζω, τρέχω τὸ ἄλογο. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ρίχτω = ρίχτω τό ἄλογο πού ἱππεύω, ἀναγκάζω τό ἄλογο πού καβαλικεύω νά καλπάσει. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
η παραδοσιακή λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά. Η γιορτινή ή τα νυφιάτικα είναι πολυτελείς ενδυμασίες. (Η Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, εκδ. ΕΟΜΜΕΧ, 1990). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρωμαίϊκα /τὰ/ (Ρωμαῖος, «Ρωμηὸς»;) = ἡ πολυτελὴς χρυσοποίκιλτος γραφικωτάτη γυναικεία ἐγχώριος ἀμφίεσις τῆς Λευκάδος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρῶσσα /ἡ/ (Ἀλ. ρόσε -α) = ἀγριόπαπια δευτέρου μεγέθους καφεκιτρίνης ἀποχρώσεως.