ρεύω
Ρεύω (ῥέω) = ἀφυδατοῦμαι, τήκομαι, φθίνω, ἀδυνατίζω, ἀπισχαίνομαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
«Φωτοκαμμένα ρεύουνε» (σελ. 191, ἈΘ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΕΚΤΟΝ)
Ρεύω, ἐπὶ φύλλων, ἀνθέων ἥ τρυφερῶν καρπῶν, ὅταν ἐκ τινος ἀτμοσφαιρικῆς ἐπιρροῆς αἰφνιδίως καταπίπτωσιν. Λέγεται δὲ μεταφορικώς καὶ περὶ ἀνθρώπων, ὑπὸ χρονίας καὶ μακρᾶς νόσου τηκομένων.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο