Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρέστος -η -ο

Ρέστος -η -ο (Ἰ. resto) = ὑπόλοιπον λογαριασμοῦ, ποσότητος ἢ δοσοληψίας. «εἰ δὲ ρέστο» = διαφορετικά, εἰς πᾶσαν ἄλλην περίπτωσιν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.