Όλες οι λέξεις στο Ρ
επισκευή, ικανοποίηση Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ριφατούρα /ἡ/ (Ἰ. rifare) = ἐπισκευή, διόρθωσις, εὐθέτησις, μείωσις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης (τά) ριφατούρα: ἐπισκευή, εὐθέτηση (IT. rifinitura). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
βλαστάνω, πετάω βλαστάρι, βγάζω μπουμπούκια: “Τ΄ αμπέλια ερίξανε”. κάνω τ΄ άλογο να καλπάσει: “Έριξαν τ΄ άλογα στο πανηγύρι, δηλ. έκαμαν ιπποδρομίες, ποιος θα φτάσει πρώτος στο χωριό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρίχνω = ρίπτω. βλ. και ρήχνω -τω καὶ ρύχτω Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης “ρίχνω το όνομα”: γίνομαι . . . Περισσότερα
πολύ τρέξιμο, με καλπασμό: “Επήγαν του ριχτού” – “Έρχονταν κατά πάνω μας του ριχτού, τ΄ άλογα τους”.
αλεύρι από το φυτό ρόβι, όροβος ο κοινός Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
καλαμισάνικο εορταστικό γλυκό με μέλι, αλεσμένο ρύζι, ζάχαρη και γαρύφαλλο
τo κτηνοτροφικό φυτό ρόβι, οροβός
Ροβίνο /τὸ/ (Ἰ. rovino) = ἀπώλεια, ὄλεθρος, ἀφανισμός, σπατάλη.
κατήφορος μτφ.: κακοτυχία. “Επήρα το ρόβολο” = έπεσα σε δυστυχία Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ῥόβολο § ὁ κατήφορος. Π. ἡ δυστυχία. Φ. μὲ ’πῆρε τὸ ῥόβολο = ἐδυστύχησα. Σημ. ἰδ. ῥοβολάω Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Είναι ωσάν αρακάς μαύρος και αδρύς. Δύναμιν έχει να κινήσει την κοιλίαν και το ούρος το κρατημένο. Κώδ. Θεοφύλ. Κατωπόδης Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
μισθός υπηρετικού και εργατικού προσωπικού, συμφωνία. “Έδοσα δια τη ρόγα της αυτής (της δουλεύτρας), μονέδα λ. 40″ (Γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 216). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρόγα /ἡ/ (Ἰ. rogare) = συμβόλαιον, συμφωνία, μερίδιον, μισθός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
αγροτική εργασία κατά την οποία έκαιγαν τα παρασιτικά χορτάρια, ενώ ταυτόχρονα με τη στάχτη και τ΄ αποκαϊδια λιπαινόταν κα το χωράφι. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
το λαδοροΐ = δοχείο λαδιού ειδικού σχήματος, επιτραπέζιο ελαιοδοχείο των χωρικών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ῥογί. (ῥοή). ἀγγεῖον. ἀποκλειστικῶς διὰ τὸ ἔλαιον = λαδικό. Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
παίρνω κάποιον στη δουλειά μου με μισθό. φράσεις: “Είναι ρογιασμένος στο ξηρόμερο για το θέρο” – “ερρόγιασα την κοπέλα μου στο τάδε για δυο χρόνια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρο(γ)ϊάζω (Ἰ. rogare) = ἐκμισθώνω ὑπηρέτην, προσλαμβάνω μισθωτόν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ακανθώδεις θάμνοι, ζιζάνια του αγρού, που τα καίμε ή τα ξεριζώνουμε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρόγκι /τὸ/ (Ἰ. rogo) = βάτος, θάμνος ἀκανθώδης, φρύγανον, ζιζάνιον τοῦ ἀγροῦ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
καίω τις καλαμιές στα θερισμένα χωράφια, καίω τα αγκάθια και τα άχρηστα γενικά φυτά, καθαρίζω το χωράφι. ουσιαστικό: ρόγκισμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρογκίζω (Λ. rogus, Ἰ. rogo, roncare) = ἐκχερσώνω, καθαρίζω χερσότοπον ἀπὸ τὴν ἀγρίαν βλάστησιν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Ρογκίζω = ξεχερσώνω καί . . . Περισσότερα
βλ. ρογκίζω
το μπιμπερό, θήλαστρο, μικροσυσκευή για τον τεχνικό θηλασμό του βρέφους με ξένο γάλα.
αποθήκη σιταριού, “σιτοβόλιον” ΒΑΛ.: “σχόλια εις Αθαν, Διάκον. Ρόγος, το εκ σανίδων διαμέρισμα εντός των αποθηκών, οπού αποταμιεύεται ο σίτος, και αυτός, ο σωρός του σίτου”, και στο ποίημα, άσμα Ε΄”θέρισε, σώριασε τους / σ΄ ένα ρόγο και κάψε τους, Πελέκα αυτούς τους λύκους”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα
εξάρτημα του ανεμόμυλου. Ήταν ξύλινη με περιφέρεια 8 μέτρα. Εξαιτίας του μεγέθους της μάλιστα την έφκιαναν απάνω στο πάτωμα. Τα ξύλα της περιφέρειας της τα ΄λεγαν καρτέρια. Η περιφέρεια της ρόδας στερεώνεται εσωτερικά με 4 καρίνες, σταυρωτά βαλμένες. Η ρόδα τοποθετούνταν όρθια, πάνω απ΄ τα λιθάρια και ρπςο το μέρος . . . Περισσότερα
Ροδάμ(ι) /τὸ/ (Ἰ. rottame) = ζάκχαρις ἀκαθάριστος.
υφάδι του αργαλειού, γενικά κλωστή. ασταμάτητη πολυλογία, λογοδιάρροια. Φράση: “η γλώσσα του πάει ροδάνι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ροδάνη -ι /τὸ/ (ῥοδανὸς) = νῆμα, κλωστή, ὑφάδι, ὁμιλία ἀδιάκοπος, «πάει ἡ γλῶσσα τ’ ροδάνι». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πιθανόν στολίδι σε σχήμα ρόδου
Ῥοδίζω (ῥοδίζω). Ἀμετ. Ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλίου τῆς φλογός, ἢ ἐκ τῆς αἰδοῦς κοκκινίζουσιν αἱ παρειαί, αἱ χεῖρες κτλ. φρ. μὴν κάθεσαι κοντὰ στὴ φλόγα γιατὶ θὰ ῥοδίσης. Ἐρόδισ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο. – Τὸ ψωμὶ ἐρόδισε· ἐρόδισ᾿ ἀπ᾿ τὸ φόβο του = (ἐκατακοκκίνισε). Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός Ῥοδίζω § . . . Περισσότερα
το ροδέλαιο. Συνταγή λαϊκογιατρού, σε λαβωματιά: “το αλείφεις με ροδόλιο έξω μεριά, ολόγυρα, δια να μην πρισθεί” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 174).
Ρόδολο /τὸ/ (Ἰ. rotolo) = κύλινδρος, κυλινδρικὸν περίστρεμμα.
(la rosetta) διακοσμητική κορνίζα που καλύπτει τη βάση φωτιστικού στο ταβάνι ή τοπθετείται στο μέσον του για διακοσμητικούς λόγους.
ποτό κεράσματος με γλυκιά γεύση, ευώδες. μτφ.: κάθε ποτό, ακόμα και το κρασί. φράσεις: “Έπιες τα ροζόλια σου;” – “έλα να σε κεράσω ένα ροζόλι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ροζόλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. rosolio) = ἀρωματικὸν ἡδύποτον, λικὲρ εὐῶδες. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πήλινο ή λάτινο επιτραπέζιο ελαιοδοχείο
Ροϊδιὰ /ἡ/ (ροιὰ) = ρωδιά, ρωϊδιά.
Ρόϊδο /τὸ/ (ρωά, ροιὰ) = ρῶδι, ρώϊδι.