Όλες οι λέξεις στο Ρ
ο επιπλοποιός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμεσιέρ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. re-mestiere) = ξυλουργός, ἐπιπλοποιός Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ρεμεσιέρης (ὁ): ἐπιπλοποιός-ἐπεξεργαστής ξύλου, (<ΒΕΝ. remessèr) [1] [1] http://www.dfstermole.net/piccio/dicty.php?l=a. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
ρευματικά, ρευματισμοί
(βενετ. removere, ιταλ. rimuovere) παραιτούμαι,, απομακρύνομαι
(βεντ. remozion, ιταλ. rimozione): παραίτηση
το μπροστινό άνοιγμα του παντελονιού των αντρών όπου φέρει μια σειρά κουμπιά. Σήμερα βάνουν φερμουάρ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμπάλτα /ἡ/ (Ἰ. ribaltare) = ἡ προσθία πτύχωσις τῆς ἀνδρικῆς περισκελῖδος ἡ κρύπτουσα τὰ κομβία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρεμπάντα /ἡ/ βλ. λ. ρεμπάλτα.
Ρεμπατεύω (Ἰ. ribattere) = δέρω, καταδιώκω, διασκορπίζω.
είμαι ρέμπελος, δηλ. αμελής, αδιάφορος, άτακτος στις δουλειές μου. “Μάζεψε την κοπέλα σου για΄τι έχει ρεμπελέψει. Μην την αφήνεις ρέμπελη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμπελεύω (Ἰ. repellere) = ἀμελῶ τὰ ἔργα μου, ἐξωκέλλω, ἀλητεύω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
αταξία, αδιαφορία. “Μεγάλο ρεμπελιό έχει αυτό το σπίτι” – “Τέτοιο ρεμπελιό δεν το ξανάειδα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμπελιὸ /τὸ/ (Ἰ. repellone) = ἀμέλεια, ὀκνηρία, ἀλητεία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρέμπελος -η -ο (Ἰ. repellente) = ἀμελής, ὀκνηρός, ἀλητεύων ἀνεπιτήρητος.
ο ανυπόληπτος πολίτης ο αναξιόπιστος, η φαυλόβιος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμπε(σ)κὲς /ὁ/ (Γλ. rébèquer) = αὐθάδης, ἀργόσχολος, φαυλόβιος, ἀλήτης. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ρεμπεσκιές. Ο αχαΐρευτος, απρόκοφτος, άσωτος. Οι γλωσσολόγοι ο χαρακτηρίζουν “αγνώστου ετύμου”. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
επιθυμώ πολύ κάτι. “Το ρεμπεύτηκε η νύφη μας”. Οι νιόπαντρες γυναίκες, όταν μένουν έγκυες “ρεμπεύονται” ένα πράμα, μια λιχουδιά ένα γλυκό ένα μεζέ και τότε τρέχουν να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους γιατί διαφορετικά μπορεί να αποβάλουν. Δημ.τραγ.: “Μηλιά πού ΄σαι στον εγκρεμό τα μήλα φορτωμένη / τα μήλα σου ρεμπεύομαι . . . Περισσότερα
το στενόμακρο περιφερειακό δέρμα παπουτσιού, πάνω στο οποίο ράβονται οι σόλες. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμπότο /τὸ/ (Ἰ. ribottare) = φόρτι ὑποδήματος, περιπτέρνιον, ἐσωπτέρνιον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρεμπούρκιο /τὸ/ (ρυμούλκιον, Ἰ. rimurchio) = συρόμενος, παρελκόμενος.
ο γερός, ο καλοθρεμμένος, ο δυνατός. Σε λαϊκό στιχούργημα διαβάζομε: ” … Ωρέ Κα, του λέγω ντρούσκα (=παλικαρίσια) / θα του βγάλω τη ρεμπούστα (Λαογραφ. Σύμμεικτα Λευκάδας, σελ. 276). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεμποῦστος -α -ο (Ἰ. robusto) = ρωμαλέος, εὐτραφής, ἅλκιμος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος . . . Περισσότερα
Ρέντα /ἡ/ (Ἰ. reda) = ἀγοραπωλησία, μεταβίβασις. (Ἀλ. ρέντε -α) = σειρά, φορά.
ο γελαστός ο χαρούμενος. η λέξη σπάνια ακούγεται σήμερα. Έμεινε όμως μια φράση: “τρεχάτος και ρεντάτος” (Λάζαρης) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεντάτος -η -ο (Ἰ. ridere, Ἀλ. Ρεντὸj) = χαρούμενος, γελῶν: «τρεχᾶτος καὶ ῥεντᾶτος» = ἐν σπουδῇ καὶ εὐθυμίᾳ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
γελοιοποιώ μια κατάσταση, προσπαθώντας να τη δυσφημίσω. “Το ρίχνω στο ρεντίκολο“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεντ(ι)κολεύω (Ἰ. ridicolo -are) = γελοιοποιῶ, ἐκθέτω, δυσφημίζω. Ρεντ(ι)κολιάζω (Ἰ. ridicolo -arsi) = φέρομαι γελοίως καὶ ἀναξιοπρεπῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
το παλιόπαιδο ο παλιάνθρωπος, ο γελοίος, ο πρόστυχος. φράσεις: “χαρά στο ρεντίκολο” – “αυτό το ρετίκολο ακούς;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεντίκολο /τὸ/ (Ἰ. ridicolo) = γελοῖος, ἀνάξιος, εὐτελής. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Γελοίος. Το ιταλικό redicolo. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης Ρεντίκολα . . . Περισσότερα
Ρέου-ρέου (τὸ «κράτημα» τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς μετὰ τὸ κοινωνικὸν «ρέ, ρέ, ρέ, ρί, ρέ…») = χρονοτριβὴ εἰς ἐνασχόλησιν ἄνευ περιεχομένου, καθυστέρησις ἄνευ σοβαρᾶς αἰτίας, ματαιοσχολία.
Ρεο(υ)σίρω (Ἰ. riuschire) = εὐδοκιμῶ, τελεσφορῶ, προκόβω.
Ρεπετσίνι /τὸ/ (Ἰ. repentino, ripentire) = φόβος, δειλία, ἀτολμία.
κοιμάμαι, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεποζάρω (Ἰ. riposare) = ἀναπαύομαι, καθεύδω, κοιμῶμαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρεπόζο -σο /τὸ/ (Ἰ. riposo) = ῥαστώνη, ἀνάπαυσις, ὕπνος.
το ξυλοκόπημα δάρσιμο. φράση: “έφαγε το ρεπόμπο του κι έφυγε”. Απειλή: “φύγε γιατί θα φας κανένα ρεπόμπο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεπόμπο /τὸ/ (Ἰ. ri-pompare) = καταχέρισμα, ξυλοκόπημα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ιδιότροπος, παράξενος, με ελεττώματα
είμαι ρεσεμένος, έχω αίρεση, δηλ. ιδιοτροπία, κακές συνήθειες. ‘Έχεις ρεσέψει, δεν κάνεις τίποτα” – “παρά ΄ναι ρεσεμένο αυτό το παιδί”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρεσεύω -άζω (αἵρεσις -είω) = κακοσυνηθίζω τινά, ἀποκτῶ κακὰς ἕξεις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Κακομαθαίνω. ΑΠό το αιρεσεύω (αίρεσις). Λέμε . . . Περισσότερα
Ρεσπονσαμπιλιτὰ /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. responsabilita) = ἡ εὐθύνη, ἡ ἱκανότης ἀνταπόκρισης.
(ιταλ. restare): απομένω, υπολείπομαι
Ρεστέλλο /τὸ/ (Ἰ. rostello) = δρύφρακτον, διάφραγμα, ξύλινον διάζωμα ἐπὶ κιονίσκων Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ρεστέλλο (τό): καγκελόπορτα, (BEN. restélo). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου