Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρετσέλ(ι)

Ρετσέλ(ι) /τὸ/ (Τ. ρετσὲλ) = κομπόστα ἀπὸ μοῦστον (ἀπὸ γλεῦκον σταφυλῆς).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.