Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

προσβάβα και προβαβά

Προσβάβα /ἡ/ (Σ. πραbάbα) = ἡ προμμάμη, ἡ μητέρα τῆς γιαγιᾶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Προσβαβά καί προβαβά = προγιαγιά τοῦ δισέγγονου (προμάμη). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

προσίμπελο (το)

εύχρηστο μόνο στη φράση: “πράμα προσίμπελο”, δηλ. αδύνατον, που αποκλείεται. Ίσως από την αγγλική λέξη “possible”  (δυνατόν)

προσκεφαλάδα ή προσκεφαλαδιά (η)

μεγάλα στενόμακρα μαξιλάρια που πιάνουν όλο το πλάτος του κρεβατιού. Τις ύφαιναν στον αργαλειό και τις γέμιζαν με μαλλιά, λινάτσα ή και άχυρο, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Σε κτγρφ. περιουσιών (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: 1822: “προσκεφαλαδιά δαμασκένια …”, 1728: “προσκεφαλαδιά διπλαρένια”. Δημ. τραγ.: “Του στρώνω πέντε στρώματα . . . Περισσότερα

προσκομ(ι)δάω

Προσκομ(ι)δάω (πρὸς-κομίζω) = κύπτω συχνὰ ἐξ ὑπνηλίας (ὅπως ὁ ἱερουργὸς κατὰ τὴν προσκομιδὴν πρὸ τῆς ἁγίας τραπέζης).

προσμπούκωμα (το)

μετά το στεφάνωμα, στο σπίτι του γαμπρού προσφέρουν στο νιόφωτο κολατσό που συνιστάται συνήθως από δυο αυγά μάτια με τυρί και λίγο ψητό κρέας.

προστελάω

Προστελάω = ἀποχτῶ καί διατηρῶ κάτι, αὐτοῦ δέν τοῦ προστελάει ποτέ ρολόγι), ἤ προστέλεσα ἕνα ρολόγι (ἀπόκτησα καί διατηρῶ ἕνα ρολόγι). βλ. και προστελεύω

προστελεύω

μένω, διατηρούμαι, προκόβω. φράσεις: “δεν του προστελεύει δεκάρα” – “δεν μας προστελεύει τυρί, το τρώνε τα παιδιά” – “Μωρ΄ δεν προστελεύει το μάτι της Παναγίας”. ΒΑΛ. Φωτεινός, Γ΄:” …κι άνθρωποι που δουλεύουν / κι έχουν το ρόζο του ζυγού, ποτέ δεν προστελεύουν”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προστελεύω . . . Περισσότερα

προστιές (οι)

είδος άγριου βρώσιμου χόρτου. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

προστύχι (το)

έγγραφη συμφωνία της πιο απεχθούς τοκογλυφίας, η οποία συντελούνταν σε μεγάλη έκταση από τους εμπόρους της Χώρας ή τους μεγαλοκτηματίες. Τα προστύχια ήταν “ομόλογα συντασσόμενα παρ΄ αγροτών συλλεκτών ελαιοκάρπου, άτινα εγένοντο προ της εσοδείας και πολλάκις ελάμβανον οι δανείζοντες ίσον τόκον προς το κεφάλαιον” (Π. Κουνικάκη: “Η νήσος Λευκάς …”, . . . Περισσότερα

προσφάγι (το)

νόστιμη τροφή σε μικρή ποσότητα που συνοδεύει το ψωμί, όπως το τυρί, η παστή σαρδέλα, κρέας, ψάρι κ.λπ. Αυτό που κυρίως γινόταν στην εποχή της φτώχειας, κατά το κολατσό και δειλινό των παιδιών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προσφά(γ)ϊ /τὸ/ (πρὸς-τρώγω) = ξηρὰ τροφὴ συνοδεύουσα τὸν ἄρτον (τυρός, σαρδέλλαι . . . Περισσότερα

προσφαγίζω

τρώγω πολύ ψωμί και λίγη νοστιμιά (τυρί, κρέας, κ.λπ.) λόγω φτώχειας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προσφα(γ)ΐζω (πρὸς-φαγοῦμαι) = τρώγω πολὺν ἄρτον μὲ ὀλίγον ὀρεκτικόν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

πρόσφορο ή προσφορά ή ψυχούδι (το)

μικρό ψωμί σε σχήμα λειτουργιάς. Τα πρόσφορα τα ΄λεγαν και Σαββατιάτικα, γιατί τα πήγαιναν στην εκκλησιά (σε περιπτώσεις λύπης πάντα). κάθε Παρασκευή, για να διαβαστούν το Σάββατο, για την ψυχή του πεθαμένου. Οι παλιοί πίστευαν πως το πρόσφορο -πριν λειτουργηθεί (απροσκόμιστο) – είχε υπερφυσικές ιδιότητες. Σε παλιό γιατροσόφι διαβάσαμε τούτο . . . Περισσότερα

προτσέσο

Προτσέσο /τὸ/ (Ἰ. processo) = δίκη, δικογραφία, δικόγραφον, προχώρησις, πρόοδος.

προυτσαλλίζω

Προυτσαλλίζω (Ἰ. prizzare, procellare) = παίζω ἐκτινάσσων ὕδωρ εἰς τὰ πέριξ, παίζω μὲ τὰ νερά.

προφαντ(ι)κό (το)

η λέξη χρησιμοποιείται ειρωνικά και μειωτικά και σημαίνει τον ασήμαντο άνθρωπο, τον αχαΐρευτο, τον άσκημο κ.λπ. “Τέτοιο προφαντικό πούναι …” _ “Χαρά στο προφαντ΄κό”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προφαντ(ι)κὸ /τὸ/ (πρὸ-φαίνω) = πρόσωπον ἐξέχον, προδεδηλωμένον, προβαδίζον (λέγεται εἰρωνικῶς ἐπὶ ἀσημάντων ἀτόμων). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Προφαντικό . . . Περισσότερα

προφτασίδι

Κάτι που βιάζεται κανείς να το προφτάσει (φαγητό κυρίως). Το ρήμα προφτάνω και προφταίνω, Αλλά και προκάνω (συνηθέστερα). Παράγωγο του ρήματος αυτού είναι το προφτασίδι, κάτι ανάλογο (εννοιλογικά) με το ζεστοφούρνι (προφουρνιά των βυζαντινών).

προφύσουνο (το)

εξάρτημα της μηχανής του νερόμυλου: είναι ένα κομμάτι σκληρό ξύλο με μια διαμπερή τρύπα στη μέση. Το ΄βαναν μπροστά στο προκάναλο, δηλ. σ΄έναν ξύλινο κορμό – στόμιο- πελεκημένο εσωτερικά, με χοντρά τοιχώματα, που εφάρμοζε στο κάτω μέρος – έξοδο της κρέμασης του νερόμυλου, κι έτσι το νερό που έπεφτε μ΄ . . . Περισσότερα