Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

προστελεύω

μένω, διατηρούμαι, προκόβω.
φράσεις: “δεν του προστελεύει δεκάρα” – “δεν μας προστελεύει τυρί, το τρώνε τα παιδιά” – “Μωρ΄ δεν προστελεύει το μάτι της Παναγίας”.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Γ΄:” …κι άνθρωποι που δουλεύουν / κι έχουν το ρόζο του ζυγού, ποτέ δεν προστελεύουν”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Προστελεύω (πρὸς-τέλος) = διαρκῶ μέχρι τέλους, διατηροῦμαι, προκόπτω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


βλ. και προστελάω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.