προστελεύω
μένω, διατηρούμαι, προκόβω.
φράσεις: “δεν του προστελεύει δεκάρα” – “δεν μας προστελεύει τυρί, το τρώνε τα παιδιά” – “Μωρ΄ δεν προστελεύει το μάτι της Παναγίας”.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Γ΄:” …κι άνθρωποι που δουλεύουν / κι έχουν το ρόζο του ζυγού, ποτέ δεν προστελεύουν”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Προστελεύω (πρὸς-τέλος) = διαρκῶ μέχρι τέλους, διατηροῦμαι, προκόπτω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και προστελάω