Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

προστελάω

Προστελάω = ἀποχτῶ καί διατηρῶ κάτι, αὐτοῦ δέν τοῦ προστελάει ποτέ ρολόγι), ἤ προστέλεσα ἕνα ρολόγι (ἀπόκτησα καί διατηρῶ ἕνα ρολόγι).

βλ. και προστελεύω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.