προσκεφαλάδα ή προσκεφαλαδιά (η)
μεγάλα στενόμακρα μαξιλάρια που πιάνουν όλο το πλάτος του κρεβατιού. Τις ύφαιναν στον αργαλειό και τις γέμιζαν με μαλλιά, λινάτσα ή και άχυρο, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Σε κτγρφ. περιουσιών (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: 1822: “προσκεφαλαδιά δαμασκένια …”, 1728: “προσκεφαλαδιά διπλαρένια”.
Δημ. τραγ.: “Του στρώνω πέντε στρώματα χρυσές προσκεφαλάδες” – “Να ΄ταν τα σπίτια μας σιμά κι οι πόρτες μας αράδα / να ΄ταν τα κεφαλάκια μας σε μια προσκεφαλάδα”.