προσκομ(ι)δάω
Προσκομ(ι)δάω (πρὸς-κομίζω) = κύπτω συχνὰ ἐξ ὑπνηλίας (ὅπως ὁ ἱερουργὸς κατὰ τὴν προσκομιδὴν πρὸ τῆς ἁγίας τραπέζης).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Προσκομ(ι)δάω (πρὸς-κομίζω) = κύπτω συχνὰ ἐξ ὑπνηλίας (ὅπως ὁ ἱερουργὸς κατὰ τὴν προσκομιδὴν πρὸ τῆς ἁγίας τραπέζης).