Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Π

προβολή (ἡ)

Προβολὴ /ἡ/ = ἐξέχουσα προθήκη καταστήματος πρὸς πεζοδρόμιον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης προβολή (ἡ): μεγάλο παράθυρο σέ ἰσόγεια καταστήματα ἤ ἐργα­στήρια, ἐκ τοῦ προβάλλω Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου Ξύλινο παράθυρο-πορτάκι στο κατώγι, που άνοιγε προς τα πάνω σαν καταρράκτης, στηριζόμενο σε καδνέλλα (ξύλινο πήχη).  Από το γνωστό ρήμα προβάλλω . . . Περισσότερα

προγιαστός ή

ο γέρος, η γριά. “Τι κάνεις προγιαστή;” – “Είσαι προγιαστός και σε σέβομαι”. βλ. και προϊαστός

προγκάω

διώχνω με φωνές και χερονομίες κάποιον – παίρνω δρόμο εξ αιτίας φόβου ή θορύβου. φράσεις: “Ήρθε αλλά τον επρόγκησα με τις φωνές” – “Τ΄ άλογο εφοβήθηκε και επρόγκηξε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προγκάω (Ἰ. brigare) = ἀποδιώκω, κάμνω τινὰ νὰ φύγῃ, τρέπομαι εἰς φυγὴν ἐκ τρόμου: «ἐπρόγκιξαν . . . Περισσότερα

προγκίδι -ια

δύο σιδερένια ελάσματα παράλληλα και οδοντωτά στις άκρες που τα τοποθετούν το ύφασμα του αργαλειού κατά την ύφανση για να μένει καλά τεντωμένο. Παλιά σύνεργα τα προγκίδια τα βρίσκομε σε καταγραφές ακίνητων στο 16ο και 17ο αιώνα, “και ένα ζευγαρι προυγγίδια για τον αργαλειό”, κατγρφ, 1750 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας). Λεξικό . . . Περισσότερα

πρόγκος (ο)

η φυγή ,το λάκισμα. φράση: “Καλά πηγαίναμε με το μουλάρι, αλλά σε κάποια στιγμή επήρε πρόγκο και με πέταξε κάτω” = “Έριξα μια πέτρα στο σκύλο κι επήρε πρόγκο κι έφυγε”.

προζμολόγος (ο)

μικρό σκεύος, πήλινο κατά προτίμηση, μέσα στο οποίο φύλαγαν το προζύμι. Του έριχναν από πάνω λίγο λάδι και αλάτι για να διατηρηθεί Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

προζυμάκια

είδος άγριου βρώσιμου χόρτου. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Προζύμια

Εκδήλωση την Τετάρτη πριν το γάμο, όπου μαζεύονται στο σπίτι της νύφης τα δυο συμπεθεριακά και ζυμώνουν με χαρές και τραγούδια το κουλούρι της νύφης, που θα μοιραστεί στο τραπέζι του γάμου

προζυμομολόγος (ο)

μικρό, πήλινο κατά προτίμηση, δοχείο όπου βάζουν μέσα οι γυναίκες το προζύμι. Από πάνω ρίχνουν λάδι και αλάτι για να διατηρείται ξινό και να μην πετσιάζει. το καλοκαίρι σκεπάζουν το προζύμι με ένα πλατύ φύλλο – αμπελόφυλλο, π.χ. – για να μένει δροσερό.

προίκα (η)

χρησιμοποιούμε εδώ την πασίγνωστη αυτή λέξη όχι ως ιδιωματική, αλλά για μερικές φράσεις που αποτελούν προεκτάσεις της. Αγοράζομε ένα πράγμα από μαγαζί και ρωτάμε το μπακάλη: “Πόσο έχει η προίκα του;” = πόσο κάνει. Στο φούρνο: “Δώσε μου μια φρατζόλα ψωμί – Πόσο κάνει η προίκα της;”.

πρόκα (ἡ) καί πρόγκα

Πρόγκα /ἡ/ (Ἰ. brocca) = βιομηχανικὴ καρφίς, καρφάκι. (Ἰ. brigare) = ἀποπομπή, διώξιμο, καταδίωξις, ἐπιτίμησις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης πρόκα (ἡ): καρφί, (ΒΕΝ. broca). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

προκάναλο

μέρος του νερόμυλου. Είναι ένας κορμός ξύλινος πελεκημένος εσωτερικά με χοντρά τοιχώματα, που εφάρμοζε σαν στόμιο στην κάτω άκρη της κρέμασης. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

προκόβω

Προκόβω § καὶ προκόπτω, εὐδοκιμῶ. ΚΝ. Σημ. Οἱ πρωτόθ. τῶν ῥ. χαρακτῆρες ἐν πολλοῖς εὐχρηστοῦσι παρὰ τοῖς Λευκαδίοις. Ὁ Βυζ. γρ. προκόπτω. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου Προκόβω: αρχ. ρ. προ-κόπτω, παρατ. προέκοπτον και προΰκοπτον = ως μεταβατ. κυρ. αποκόπτω και απομακρύνω τα έμπροσθεν τινος, ή καθαρίζω την οδόν την ανοιγομένην: . . . Περισσότερα

προλαβόν (επίρρ.)

προτού να συμβεί ο,τι συνέβη. φράσεις: “Εγώ ήμουνα προλαβόν εκεί και τα είδα όλα” – “Άργησες, έπρεπε να ΄σαι προλαβόν εκεί”.

προντάω

διώχνω βιαίως κάποιον. “Πρόντησε τις κότες από κει” – “Πήγα να του το πω και πρόντησε” – “Πρόντα το σκύλο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προντάω (Ἰ. prontare) = ἀποδιώκω, ἀποπέμπω, κάμνω τινὰ ν’ ἀπομακρυνθῇ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Επρόντησε. Τον έδιωξε ή έφυγε άτακτα. Στα . . . Περισσότερα

πρόπια (επίρρ.)

προσδιοριστικό γεωγραφικού σημείου. “Το μαγαζί βρίσκεται πρόπια στην απάνω δεξιά γωνία της πλατείας” – “Πρόπια στον Αγ. Σπυρίδωνα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πρόπια /ἐπίρ./ (Ἰ. proprio) = ἀκριβῶς, γνησίως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

προπιάνω

μπαλώνω πρόχειρα παλιόρουχα ή παπούτσι. “Το πρόπιασα, όπως μπορούσα, να περάσω λίγες μέρες, όσο να ιδούμε …”

προπίζω

Προπίζω (Ἰ. proporre; Σ. προπίτσυεμ) = προτείνω, προβάλλω, ἐκδηλῶ πρόθεσίν τινα, ἀποφασίζω, προφθάνω.

προπόδι -ια (το)

δέρμα ή χοντρό ύφασμα που σκεπάζει όλο το παπούτσι και ως την άτζα του ποδιού. Το χρησιμοποιούν οι γεωργοί στο όργωμα και στο σκάψιμο, για να προφυλάνε τα πόδια τους από την υγρασία και τα χώματα ιδίως στα παχιά χωράφια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προπόδι /τὸ/ = . . . Περισσότερα

προσάναμμα (το)

τα λεπτά κλαριά που χρησιμοποιούν για να ανάψει εύκολα η φωτιά. Τέτοια είναι τα ξερά φρύγανα, τα αποκλάδια, τα ξεράγκαθα κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Προσάναμμα /τὸ/ (πρὸς-ἀνὰ-ἅπτω) = λεπτὸν ἀκροκλάδιον ἢ φρύγανον ξηρὸν δι’ οὗ ἀνάπτεται ἡ πυρά. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης