Όλες οι λέξεις στο Μ
μήτε, ούτε. φράση: “Μάειδε που ξέρω τίποτε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μάηδε = μηδέ, μήτε, οὐδέ, οὔτε. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Μάιδε. Ο Λάζαρης γράφει μάηδε ενώ ο Κοντομίχης μάειδε και μούειδε. Λέμε και μάδε. (Ο Φίλιντας, Β/175 μιλάει για τρισύλλαβους τύπους που έγιναν δισύλλαβοι). . . . Περισσότερα
το μαγείρεμα γενικά, και ειδικά το μαγείρεμα των οσπρίων, αλλά και τα ίδια τα όσπρια. φράση: “Τι φαγητό έχομε σήμερα;” – “Έβαλα λίγο μαέρεμα, φασόλια”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μα(γ)έρεμα /τὸ/ = μαγείρευμα, μαγειρευμένον φαγητὸν ἐξ ὀσπρίων. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Το μαγείρευμα, κυρίως . . . Περισσότερα
το μαγέρικο, μαγειρείο, ταβέρνα
λένε το χωριάτικο τυρί, μόλις το βγάλουν από την τσαντήλα μέσα στην οποία εστράγγισε κρεμασμένο. τα μουσκεμένα ρούχα, ιδίως τα εσώρουχα του μικρού παιδιού όταν τα κατουράει. “Τρέξε και το παιδί έγινε μαζ΄λίκα”. (μαζλίκα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαζ(ου)λίκα /ἡ/ (μαζάω, Σ. bεζολίκα) = τὸ σφαίρωμα . . . Περισσότερα
θάμνος με ακανθώδη φύλλα, πουρνάρι. Είναι η αγαπημένη τροφή των γιδιών. Χρησιμοποιείται για τη φωτιά των χωρικών το χειμώνα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μᾶζα /ἡ/ (ὁμάς, Ἰ. mazzo, Γαλ. masse) = θάμνος πυκνὸς δασσόφυλλος (πουρνάρια, σχοιναριά, μυρτιὰ κ.τ.ὅ.). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ένα είδος θάμνου
πρόχειρο δοχείο για άντληση νερού, για το πότισμα περιβολιών κυρίως. Είναι φτιαγμένη από γίδινο δέρμα με ξύλο κόθρο (στεφάνη) ολόγυρα στο στόμιο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαζαράκα /ἡ/ (Ἰ. mazzerare) = δοχεῖον ἀντλήσεως ὕδατος ἐξ ἀκατεργάστου αἰγείου δέρματος μὲ ξυλίνην στεφάνην περὶ τὸ στόμιον. Τα Λευκαδίτικα . . . Περισσότερα
μαζεύω από φόβο ή κρύο ή αδιαθεσία. φράση: “Μαζουριασμένονε σε βλέπω, τι συμβαίνει;” = “Εμουζάριασα από το κρύο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαζουριάζω (μαζάω, Ἰ. mazza) = συμπτύσσομαι ἐκ ψύχους, δειλίας ἢ κακουχίας, συμμαζεύομαι, κουλουριάζομαι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Μαζουριάζω καὶ μαζουριάζομαι § οὐδ. Ἔχω . . . Περισσότερα
Μάζωμα /τὸ/ (ὁμάς, Ἰ. mazzo) = ἡ ἐργασία τῆς συλλογῆς καρπῶν ἢ πραγμάτων, ὑπόλειμμα συλλογῆς ἀσήμαντον.
εκτός από τη γενική γνωστή έννοια μαζεύω, συλλέγω κτλ, έχομε και μερικές ιδιωματικές φράσεις από το ρήμα. Πχ “θα σε μάσω στις λιθαριές”= θα σε πετροβολήσω – “Καθώς ήμουν ανεβασμένος στη συκιά, ξαφνικά κάποιος μ΄ έμασε στις πετριές” – “Έμασε ξύλο, για όλη του τη ζωή” = “Έμασα κρύο” – . . . Περισσότερα
Μάζωξ(ι) (ὁμάς, Ἰ. mazzo) = συνάθροισις προσώπων, συγκέντρωσις.
αμοιβή για το μάζεμα ελιών ή άλλων καρπών. “Θέλω τα μαζωχτικά μου!”. Σε χειρόγραφο λογαριασμό εσόδων και εξόδων του 1745/16 Οκτωβρίου (ιστορικά Αρχείο Λευκάδας), διαβάζομε: “δια μαζοχτικά των ελεόνε λ(ίρες) 15”.
λοιπόν, αλήθεια, δήθεν. “Ναι, μαθές, όπως τα λες είναι” – “Άκουσες, μαθές τι έγινε;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαθὲ(ς) (ἅμα-δέ, δὴ) = μάλιστα, λοιπόν, εἰς ἐπίμετρον, πρὸς τούτοις δέ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Οι περισσότεροι λεξικογράφοι το ετυμολογούν από την προστακτική μάθε (ή μετοχή . . . Περισσότερα
Μαθὸς /ὁ/ (μαθών) = ὁ μεμαθημένος, ὁ πεπειραμένος ἐκ μαθήσεως «ὁ παθὸς εἶναι μαθός».
ναυτικός όρος. μαζεύω, κατεβάζω, χαλαρών, αφήνω ένα βάρος που κρατώ με το βίντσι να κάτσει κάτω. “Μαϊνάρισε το σκοινί ή τα πανιά”. διευθύνω, καθοδηγώ , καθησυχάζω, (προκειμένου για ζωηρά και ατίθασα παιδιά, αγόρια ή κορίτσια). “Δεν μπορώ να τον (ή την ) μαϊνάρω με τίποτα” – “Τ΄ άλογο αγρίεψε, δεν . . . Περισσότερα
το καρυκευτικό φυτό μακεδονήσι ή πετροσέλινο το ήμερο. Ο μαϊντανός έχει θεραπευτικές ιδιότητες: “… Έπειτα πάρε πάλιν τες αψινθιές και κόψε τες, ωσάν το μεκεδονήσι και πλάσε ψωμίον και κάμε πίτταν μικρήν. Έπειτα τηγάνισε τα με λάδι και τρώγε κάθε ταχύ νηστικός τρία και υγιαίνεις” (περί εζοχάδων, γιατροσόφι – Η . . . Περισσότερα
διευθύνω, καθοδηγώ
Μαΐστρος /ὁ/ (Ἰ. Maestrale) = Βορειοδυτικὸς ἄνεμος, Σκίρων, Ἀργέστης.
κατευθύνω, χειρίζομαι, ποντίζω την τράτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαϊτζάρω (Ἰ. maneggiare) = χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, ποντίζω τὴν τράταν διὰ τῶν χειρῶν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μαϊτζέβελος -η -ο (Ἰ. maneggevole) = πρᾶγμα εὐμεταχείριστον.
ένα αντικείμενο που μπορεί κανείς να το χειριστεί εύκολα. Κάτι πολύ μικρό και ευμεταχείριστο.
είδος διχτυού της τράτας, αρκετά πυκνό. (μακδέλι) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μακ(ου)δέλι /τὸ/ (Ἰ. maccatela) = τὸ ἕβδομον εἰς προϊοῦσαν πυκνότητα εἶδος τοῦ δικτύου τῆς τράτας μετὰ τὸ κασσαρέτο. Μακουδέλι / Μακδέλι Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
καρούλι, τροχαλία είδος τυχερού χαρτοπαίγνιου: “Τα ΄χασε στο μακαρά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μακαρᾶς /ὁ/ (Τ. μακαρᾶ) = πολύσπαστον, τροχαλία, καροῦλι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μακαρ(ου)νάδα /ἡ/ (Ἰ. macheronata) = φαγητὸν ἐκ μακαρονίων.
Μακαροῦνι /τὸ/ (Ἰ. macherone) = μακαρόνι.
βλ. μαϊντανός Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
κατακρεουργημένο
το φιλί . “Να σε κάμω μάκι”. Στον πληθ. μάκια = πολλά φιλιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μάκι /ἄκλ./ (Ἰ. bacio) = φίλημα, ἡ ἐνέργεια τοῦ ἀσπάζεσθαι. «ἔλα νὰ σὲ κάνω μάκι». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λέρωμα, ρύπος. φράση: “μου έκαμες μια μάκα στο σακάκι” – “Έκαμε μάκα στον τοίχο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μάκια /ἡ/ (Ἰ. machia) = κηλίς, ἀκαθαρσία, ρύπος. (πληθ. τοῦ «μάκι») = πολλαπλᾶ φιλήματα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
λερώνω κάτι: ρούχο, τοίχο, πάτωμα, κλπ. Το αντίθετο, ξεμακιάζω – ξεμακιάρισμα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μακιάζω βλ. λ. μακιάρω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης