Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαζ΄λίκα (η)

  1. λένε το χωριάτικο τυρί, μόλις το βγάλουν από την τσαντήλα μέσα στην οποία εστράγγισε κρεμασμένο.
  2. τα μουσκεμένα ρούχα, ιδίως τα εσώρουχα του μικρού παιδιού όταν τα κατουράει. “Τρέξε και το παιδί έγινε μαζ΄λίκα”. (μαζλίκα)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαζ(ου)λίκα /ἡ/ (μαζάω, Σ. bεζολίκα) = τὸ σφαίρωμα τοῦ νεοπήκτου τυροῦ ἐντὸς τοῦ σακιδίου πήξεως, ἡ κένωσις νηπίου εἰς τὴν σκελέαν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.