μωρὲ -ὴ 26 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μωρὲ -ὴ (μόρος, μορόεις, Ἀλ. ὀρὲ) = βρέ, μπρέ. (ἀνώνυμος κλητικὴ προσφωνήσεως ἐξ οἰκειότητος ἢ περιφρονήσεως).
μωροκαμπιὰ 26 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μωροκαμπιὰ /ἡ/ (μωρός -ιος, Ἰ. campo) = ἄνδενδρον καὶ ἔρημον πεδίον, ἐρημότοπος, ξηρότοπος.