Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Μ

μωρὲ -ὴ

Μωρὲ -ὴ (μόρος, μορόεις, Ἀλ. ὀρὲ) = βρέ, μπρέ. (ἀνώνυμος κλητικὴ προσφωνήσεως ἐξ οἰκειότητος ἢ περιφρονήσεως).

μωροκαμπιὰ

Μωροκαμπιὰ /ἡ/ (μωρός -ιος, Ἰ. campo) = ἄνδενδρον καὶ ἔρημον πεδίον, ἐρημότοπος, ξηρότοπος.