μαθέ ή μαθές (επίρρ.)
λοιπόν, αλήθεια, δήθεν. “Ναι, μαθές, όπως τα λες είναι” – “Άκουσες, μαθές τι έγινε;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαθὲ(ς) (ἅμα-δέ, δὴ) = μάλιστα, λοιπόν, εἰς ἐπίμετρον, πρὸς τούτοις δέ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Οι περισσότεροι λεξικογράφοι το ετυμολογούν από την προστακτική μάθε (ή μετοχή μαθών) του αρχαίου μανθάνω (μαθαίνω) κατά το δες, βγες, πες …
Ο Χατζηδάκις: μαθών-μαθώς-μαθές. Και ο Ανδρικιώτης, από την προστακτική μάθε, κατά τις νεότερες προστακτικές, μαθές (με ή χωρίς -ς-), όπως λέμε δες, βρες, πιες.
Εκ διαμέτρου αντίθετος ο καθηγητής του Παν/μίου Πατρών Ανδρ. Παναγόπουλος, ο οποίος σε τηλεοπτική εκπομπή του και σε ερώτηση τηλεθεατή, υποστήριξε ότι το ιδιωματικό αυτό επίρρημα ετυμολογείται από το άμα (σύνδεσμος και αρχαίο επίρρημα) και το θες (του θέλω), δηλ. άμα θες.
Στο χωριό συνηθισμένη η έκφραση: “Τι σούπε, μαθές;”.
Ο Λάζαρης το πηγαίνει στο άμα-δε-δη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μαθὲ ἤγουν, δῆθεν, δηλ. φρ. θέλεις μαθὲ ν᾿ ἀκούσῃς.