Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Μ

μακιάρω

Μακιάρω (Ἰ. machiare) = κηλιδώνω, ρυπαίνω, στιγματίζω, λερώνω τοπικῶς.

μάκινα (η)

η μηχανή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μάκ(ι)να /ἡ/ (Ἰ. machina) = μηχανή, ἐργαλεῖον πολύπλοκον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μακρυλέγκας (ο)

ο άχαρος, ο άκομψος, ο μακρυλαίμης Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μακρ(υ)λέγκας /ὁ/ (μακρὸς-λαγγάω -ώδης) = μακρόλαιμος καὶ ἄχαρις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Μακρυλέγκας = λάρυγγας, αὐτός πού ἔχει μακρύ λαιμό μέ προεξέχον τό μῆλο τοῦ Ἀδάμ. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

μαλαγάνας (ο)

ο κρυφός κόλακας, ο πονηρός, αυτός που υποκρίνεται τον ευγενή και καλοπροαίρετο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλαγάνας /ὁ/ (Ἱ. maligno) = πολυμήχανος, πανοῦργος, ἀπατεών. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ο κόλακας. Ισπανικά malagana (Ανδριώτης). Ο Λάζαρης έχει το ιταλικό Maligno, που δεν φαίνεται να σχετίζεται. . . . Περισσότερα

μαλαγανιά (η)

απατεωνιά, πονηράδα, κακότητα. φράση: “Την έκαμε τη μαλαγανιά του”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλαγανιὰ /ἡ/ (Ἰ. malignare) = πανουργία, ἐξαπάτησις, παραπλάνησις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μαλάγρα ή μαλάχτα

η, μείγμ διαφόρων ουσιώ με έντοονη οσμή που ρίχνεται από τους ψαράδες και δόλωμα με σκοπό να προσελκύσουν τα ψάρια και να α χτυπούν με δυναμίτη

μαλάζω

Μαλάζω (μαλάσσω) = ἐπιψαύω διὰ τῶν χειρῶν εὐπαθῆ πράγματα ἐπιβλαβῶς, πιάνω μὲ τὰ χέρια ἄνευ λόγου.

μαλάθα ή κοφινάδα

μεγάλο καλάθι σε σχήμα πίθου με πλεχτό κούπωμα, όπου οι χωρικοί – κυρίως – φύλαγαν τα καρβέλια της εβδομάδας. Σε καταγραφή του 1728 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “μια μαλάθα, οπού βάνουν το ψωμί”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλάθα /ἡ/ (παλάθη;) = πιθοειδὴς κάλαθος μετὰ πώματος ὅπου . . . Περισσότερα

μαλαθρακάζω

υδρωπικιάζω, δρωπικιάζω, προσβάλλομαι από δρωπίκι βλ. μαλαθράκι και δρωπίκι Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

μαλαθράκι (το)

ασθένεια, κοινώς δροπίκι, δρόπικας, ύδρωψ. Κατάρα: “Να βγάλ΄ς το δροπίκι”. Είναι το αρχαίο μελανθράκι = μέλας άνθραξ. Σε γιατροσόφι, διαβάζομε: “Το πεντενεύρι ή πλατύφυλλον … Τα φύλλα του εις δάγκασμα σκύλου και το ανεμοπύρωμα … βρασμένα με ξίδι, αλάτι και φακή να πίνει δια τον δρώμικα και το νερόπιασμα“, “έτερον . . . Περισσότερα

μάλαξη (η)

λέξη που χρησιμοποιούν οι ψαράδες = πολτός από τυρί, σαρδέλες αποσυνθεμένες κλπ., που ρίχνουν στη θάλασσα για να προσελκύσουν τα ψάρια και να ρίξουν ύστερα τα αγκίστρια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μάλαξι /ἡ/ (μαλάσσω) = μάγμα, φύραμα ζυμωμένον μὲ τὰς χεῖρας, πολτὸς ζωϊκῆς οὐσίας (ἀποσυντεθειμένων ἁλιπάστων, . . . Περισσότερα

μαλαπέρδα (η)

το αντρικό μόριο, ο φαλλός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλαπέρδα /ἡ/ (Ἀλ. λjαπερδί -α) = τὸ ἀνδρικὸν πέος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μαλάτσα (η)

άπνοια, ζέστα με πολλή υγρασία, μαλακός καιρός, βροχερός και ζεστός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλάτσα /ἡ/ (Ἰ. maluzzo) = θερμὴ ὑγρασία μετ᾿ ἀπνοίας, κακοκεφιά. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μαλαφαρίζω

χαϊδεύω, πασπατεύω γυναίκα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλαφαρίζω (Ἰ. molle-fare) = ἐπιψαύω, θωπεύω σεξουαλικῶς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μαλάχτια

μαλακό ύφασμα ή προβειά που το τοποθετούσαν στη ζεύλα του ζυγού στο αλέτρι για να μην πληγώνονται τα πλευρά του αλόγου ή το βοδιού. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη  

μαλάχτρα (η)

το μείγμα που χησιμοποιούν στις οικοδομές για να στερεώνονται μεταξύ τους π.χ. τα τούβλα

μάλε-βράσε

Μάλε–βράσε /τὸ/ (Ἰ. male brace, βλ. Λ. μπελιάβρα σου) = θορυβῶδες ἐπεισόδιον, ἀπευκταῖον, καταστροφή: «θὰ γέν᾿ τὸ μάλε βράσε».

μάλε-βράσε

Μάλε–βράσε /τὸ/ (Ἰ. male brace, βλ. Λ. μπελιάβρα σου) = θορυβῶδες ἐπεισόδιον, ἀπευκταῖον, καταστροφή: «θὰ γέν᾿ τὸ μάλε βράσε».

μαλίνα (η)

γρίνια που οφείλεται σε κακή διάθεση που διαρκεί. “Τον έπιασε μια μαλίνα και κοντεύει να μας φάει όλους”. Κατάρα: “Να σε πιάσ΄ κακή μαλινα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλίν(ι)α (Ἰ. malignare) = κακοδιαθεσία ἔμμονος, ἐλαφρὸν ἔμμονον πυρέττιον, νευρικότης, κακουχία διαρκείας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μαλίνια

φορτικός, σχολαστικός, τυρανικός (μτφ. από το ιταλικό maligno = κακοήθης, ανθυγιεινός + διάβολος)

μαλινιάζω

Μαλ(ι)νιάζω (Ἰ. malignare) = ἐκνευρίζομαι ἐν τῇ ἀσχολίᾳ, ταλαιπωροῦμαι, πάσχω.

μαλκονία (η)

ανία, δυσθυμία, μεμψιμοιρία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαλκονία /ἡ/ (Ἰ. malinconia) = μελαγχολία, δυσθυμία, ἀνία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μαλλιάζω

Στη φράση “μάλλιασε η γλώσσα μου”, έβγαλε μαλλιά, κουράστηκα να λέω τα ίδια και τα ίδια. Συνηθισμένη στους βυζαντινούς “του μάλλιασε την καρδιά”, τον καταπίκρανε. (Ηπειρώτικο Γλωσσάριον, 60). Άλλο το ξε-μαλλιάζω ως απειλή, κυριολεκτικά εδώ.