Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαϊνάρω

  1. ναυτικός όρος. μαζεύω, κατεβάζω, χαλαρών, αφήνω ένα βάρος που κρατώ με το βίντσι να κάτσει κάτω. “Μαϊνάρισε το σκοινί ή τα πανιά”.
  2. διευθύνω, καθοδηγώ , καθησυχάζω, (προκειμένου για ζωηρά και ατίθασα παιδιά, αγόρια ή κορίτσια). “Δεν μπορώ να τον (ή την ) μαϊνάρω με τίποτα” – “Τ΄ άλογο αγρίεψε, δεν μπορώ να το μαϊνάρω” – “Εμαϊνάρισε η θάλασσα”.
    Παράγγελμα: “Μάϊνα τα πανιά” = κατέβασε τα πανιά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.