μαϊνάρω
- ναυτικός όρος. μαζεύω, κατεβάζω, χαλαρών, αφήνω ένα βάρος που κρατώ με το βίντσι να κάτσει κάτω. “Μαϊνάρισε το σκοινί ή τα πανιά”.
- διευθύνω, καθοδηγώ , καθησυχάζω, (προκειμένου για ζωηρά και ατίθασα παιδιά, αγόρια ή κορίτσια). “Δεν μπορώ να τον (ή την ) μαϊνάρω με τίποτα” – “Τ΄ άλογο αγρίεψε, δεν μπορώ να το μαϊνάρω” – “Εμαϊνάρισε η θάλασσα”.
Παράγγελμα: “Μάϊνα τα πανιά” = κατέβασε τα πανιά.