κριθαράκι (το)
- ασθένεια των ματιών, φλεγμονή με πύον στα βλέφαρα. Οι παλιοί το αντιμετώπισαν, ως συνήθως, με γιατροσόφια: “Δια το κριθωμα το οποίον εβγαίνει επάνω εις τα τσίνορα των ομματίων, να μασήσει νηστικός κριθάρι, να το βάζει απάνου” (Η λαϊκή ιατρική της Λευκάδας, σελ 228/45).
- κριθαράκι = ζυμαρικό ψιλό που έχει το μέγεθος και το σχήμα κόκκου κριθαριού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κριθαράκι /τὸ/ (κριθῆ) = φλεγμονὴ ἢ διαπύησις τοῦ βλεφάρου, χαλάζιον (παραλληλιζομένη πρὸς τὸ σχῆμα κόκκου κριθῆς).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης