μάκι (το)
το φιλί . “Να σε κάμω μάκι”. Στον πληθ. μάκια = πολλά φιλιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μάκι /ἄκλ./ (Ἰ. bacio) = φίλημα, ἡ ἐνέργεια τοῦ ἀσπάζεσθαι. «ἔλα νὰ σὲ κάνω μάκι».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης