Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαζουριάζω

μαζεύω από φόβο ή κρύο ή αδιαθεσία. φράση: “Μαζουριασμένονε σε βλέπω, τι συμβαίνει;” = “Εμουζάριασα από το κρύο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαζουριάζω (μαζάω, Ἰ. mazza) = συμπτύσσομαι ἐκ ψύχους, δειλίας ἢ κακουχίας, συμμαζεύομαι, κουλουριάζομαι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μαζουριάζω καὶ μαζουριάζομαι § οὐδ. Ἔχω τὸ σῶμα συνεσταλμένον. § Μ. εἰμὶ κακοδιάθετος, καχεκτικός. Π. τί στέκεσαι μαζουριασμένος; ἐμαζούριασες ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο· § ἐνίοτε καὶ ἐνεργ. Π. τὸ κρύο μ’ ἐμαζούριασε.

Σημ. Ἐκ τοῦ μαζόνω (περὶ οὗ ἴδ. Βυζ. ἐν λ.).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.