Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δελόγκου και δελέγκου (επίρρ.)

αμέσως, πάραυτα, χωρίς καθυστέρηση. “Να πας δελόγκου στο σπίτι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δελόγκου καί  δελέγκου/ἐπίρ./ (Ἰ. da luogo) = ἐπὶ τόπου, ἀμέσως, πάραυτα.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Δελέγκου = ἀμέσως ἔρχομαι δελέγκου (ἔρχομαι ἀμέσως).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

«Δε λόγγ’» = δια λόγου. Μεταφορική έννοια του έρχομαι αμέσως, του «καταφθάνω ως ο λόγος»… Απαράμιλλη ποιητική απόδοση του ελληνικού λόγου, όπως η επίσης συνήθης τιμητική έκφραση σεβασμού «Τ’ λόου σου» = Του λόγου σου, στους μεγαλυτέρους στην ηλικία, αλλά και μεταξύ των συζύγων…Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα


βλ. και ντελόγγο -ου


Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.