δελόγκου και δελέγκου (επίρρ.)
αμέσως, πάραυτα, χωρίς καθυστέρηση. “Να πας δελόγκου στο σπίτι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δελόγκου καί δελέγκου/ἐπίρ./ (Ἰ. da luogo) = ἐπὶ τόπου, ἀμέσως, πάραυτα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δελέγκου = ἀμέσως ἔρχομαι δελέγκου (ἔρχομαι ἀμέσως).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
«Δε λόγγ’» = δια λόγου. Μεταφορική έννοια του έρχομαι αμέσως, του «καταφθάνω ως ο λόγος»… Απαράμιλλη ποιητική απόδοση του ελληνικού λόγου, όπως η επίσης συνήθης τιμητική έκφραση σεβασμού «Τ’ λόου σου» = Του λόγου σου, στους μεγαλυτέρους στην ηλικία, αλλά και μεταξύ των συζύγων…Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
βλ. και ντελόγγο -ου
Μαρια -
Είναι κερκυραικος ο ιδιωματισμός. Δελέγκου=αμέσως
Ο παππούς μου και πολλοί άλλοι “παλιοί Κερκυραίος τη χρησιμοποιούσαν