Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξαφρίζω

βγάζω τον αφρό του φαγητού (π.χ. κρέατος) μόλις πάρει βράση και μαζί τις ακάθαρτες ουσίες που τυχόν έχει.
μτφ. = ιδιοποιούμαι, κλεβω με επιτήδειο τρόπο. Π.χ. του ξάφρισε το πορτοφόλι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ξαφρίζω (ἐξ-ἀφρὸς) = ἀφαιρῶ τὸν ἀφρόν, ὑπεξαιρῶ μέρος πράγματος, κλέπτω κατ’ ἐπιλογήν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.