ξαφρίζω
βγάζω τον αφρό του φαγητού (π.χ. κρέατος) μόλις πάρει βράση και μαζί τις ακάθαρτες ουσίες που τυχόν έχει.
μτφ. = ιδιοποιούμαι, κλεβω με επιτήδειο τρόπο. Π.χ. του ξάφρισε το πορτοφόλι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαφρίζω (ἐξ-ἀφρὸς) = ἀφαιρῶ τὸν ἀφρόν, ὑπεξαιρῶ μέρος πράγματος, κλέπτω κατ’ ἐπιλογήν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης