ξαμώνω
δείχνω επιθετικές διαθέσεις, χειρονομώ εναντίον κάποιου με πείσμα, απλώνω τα χέρια μου με ανήθικες διαθέσεις. “Εξάμωσε απάνω μου, το παλιόπαιδο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαμώνω (ἐξ-ἀμύνω) = χειρονομῶ ἐπιθετικῶς, κάμνω ἀνευλαβῆ χειρονομίαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξαμόνω § ἐκτείνω τὸν βραχίονα (κυρ.) κατά τινος Π. ἐξάμωσε νὰ τὸν χτυπήσῃ. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐξ-ὦμος, τροπῇ τοῦ ω εἰς α κατὰ τὰ Δωρικὰ πρᾶτος, βᾶμες, ἀντὶ πρῶτος, βῶμεν.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου