ξαναγυρίζω
αναποδογυρίζω, ξεριζώνω, μπατέρνω.
ΒΑΛ. Μνημ. σ. 211: “Ώργωνε ο Χάρος, ώργωνε τη γη που τον ετρέμει! / Όθε περάσει το γενί, ξαναγυρίζει δέντρα / ξεθεμελιώνει ριζιμιά και συνεπαίρνει κόσμους. / Κι εσύ βλαστάρι τρυφερό, στο δρόμο του τι θέλεις;”
φράση: “Εξαναγύρ΄σε το σαμάρι απ΄ τ΄ άλογο κι έπεσε το σακί κάτω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαναγυρίζω (ἐξ- ἀνα-γυρόω) = ἐπιστρέφω, παλινδρομῶ, ἀναποδογυρίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης