ξαποσταίνω
Ξαποσταίνω (ἐξ-ἀπὸ-σθένω) = διακόπτω κοπιώδη πορείαν ἢ ἐργασίαν πρὸς ἀνακούφισιν, ἀνακουφίζομαι ἀπὸ κόπον, ξεκουράζομαι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξαποσταίνω (ἐξ-ἀπὸ-σθένω) = διακόπτω κοπιώδη πορείαν ἢ ἐργασίαν πρὸς ἀνακούφισιν, ἀνακουφίζομαι ἀπὸ κόπον, ξεκουράζομαι.