ξανάσασμα 16 Φεβ, 2017 Ξ 0 Σχόλια 0 Ξανάσασμα /τὸ/ (ἐξ-ἄνεσις) = ἀνακούφισις, ἄνεσις, ἀνεμπόδιστος ἀναπνοή, ἄνετος βίος.