ντίνα (η)
μεγάλες μόνιμες δεξαμενές για κρασί ή λάδι. Τέτοιες είναι οι δεξαμενές κρασιού στα εργοστάσια οινοποιείας του συνεταιριστικού ΤΑΟΛ Λευκάδας. Τις λέμε και ντίνες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντίνα βλ. λ. τίνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης