Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαμμένος -η -ο

  1. ο φαντασμένος, ο πικρόχολος, ο αιμοβόρος. “Είναι βαμμένος άνθρωπος και αγύριστο κεφάλι”
  2. βαμμένα χαρακτηρίζονται τα γεωργικά εργαλεία κ.α. σιδερικά, που, αφού τα πυράκτωναν καλά στο καμίνι οι σιδηρουργοί (χάβροι), τα εβάπτιζαν κατόπιν σε κρύο νερό για να ατσαλώσουν (=σκληρύνουν). το βάψιμο των εργαλείων παλιότερα λεγόταν και βούλωμα (το).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.