Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βάλτος

Βάλτος /ὁ/ (Σλ. Bόλτο, Ἀλ. bάλτι -α, bάλjτε -α) = λάσπη, πηλός, ἔδαφος πολτῶδες, τέλμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.