καψερός -ή -ό
ο δυστυχής,, ο κακόμοιρος. “Έπαθα μεγάλη ζημιά, ο καψερός” – “Μπα τον καψερόνε τι έπαθε!”.
Συχνά η λέξη λέγεται και με φιλική διάθεση, πλην της συμπονετικής: “Όχι, καψερέ μου, δεν είναι έτσι” = “Επήρε, καψερέ μου, στο Υπουργείο και τα κατάφερε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καψερὸς -ὴ -ὸ (καίω, καῦσις) = καϋμένος, ἀτυχής, ταλαίπωρος, συμπαθής.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το αόριστο έκαψα του ρήματος καίω+ την κατάληξη -ερός. Αλλιώς ο καημένος, ο δυστυχής. (Δε λέμε πάντως ο καφτερός …).
Σε μας έχει και τον χαρακτήρα του χαϊδευτικού, όπως ο καημενούλης, τις περισσότερες φορές όμως, του οίκτου, της συμπάθειας. “Μωρέ, τι έπαθε ο καψερός”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Καψερὸς – ῥὲ καϋμένος – νε = τὸ ἐν ἄλλοις τόποις ζάβαλης.