Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαντακιάζω

κάνω βαντάκα: τυλίγω τα ρούχα που έχω να πλύνω ή εκείνα που έπλυνα σ΄ ένα μεγάλο ρούχο, πχ σεντόνι, και τα δένω σταυρωτά ήγουν τα βαντακιάζω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαντακιάζω (Ἰ. vandaggio) = στοιβάζω, περιτυλίγω εἰς δέμα ἀσπρόρρουχα προσφάτως πλυθέντα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.