βαντακιάζω
κάνω βαντάκα: τυλίγω τα ρούχα που έχω να πλύνω ή εκείνα που έπλυνα σ΄ ένα μεγάλο ρούχο, πχ σεντόνι, και τα δένω σταυρωτά ήγουν τα βαντακιάζω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαντακιάζω (Ἰ. vandaggio) = στοιβάζω, περιτυλίγω εἰς δέμα ἀσπρόρρουχα προσφάτως πλυθέντα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης