βαΐζω
- λυγίζω, γέρνω μπρος τα εμπρός λόγω ηλικίας ή λόγω ασθένειας
- γέρνω σκόπιμα και συχνά με χάρη όπως οι λυγερόκορμες κοπέλες, “αι λυγίζουσαι, αι θλώσσαι την μέσην των εν τω περιπατείν ή ορχείσθαι” (Γ.Χ.Μαρ.)
- στα δέντρα: “Οι ελιές αβάισαν από το βάρος του καρπού” – “Εβάισαν οι πορτοκαλιές, και τους έβαλα διχάλες για να μη σπάσουν”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαΐζω (βάϊον) = λυγίζω, κάμπτομαι, κλίνω, γέρνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βαΐζω (βαΐς). Καμπυλόνω ὡς ὁ κλάδος τοῦ βαΐου, (οὕτω ἐκ τῆς λύγου τὸ λυγίζω καὶ ἡ λυγερή, ἡ ἐν ἄλλοις τόποις τζακίστρα (λακίστρα), ἡ θλῶσα, λυγίζουσα τὴν μέσην της ἐν τῷ περιπατεῖν ἢ ὀρχεῖσθαι).
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός