Όλες οι λέξεις στο Α
ο αφαλός, ομφαλός. Λέμε: “Μου πονεί ο αφαλός” ή “Θα σου κόψω τον αφαλό” – “θα σ΄ αφαλοκόψω” (απειλή). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφάλ(ι) /τὸ/ = τὸ ὀμφάλιον, ἡ ὀμφαλίς, ὁ ὀμφάλιος λῶρος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
η κακή σοδειά, αποτυχία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφάλια /ἡ/ (ἀπὸ-ἅλις) = ἀποτυχία εἰς τὴν ποσότητα ἢ τὴν ποιότητα τῶν προϊόντων καλλιεργείας, ἀποτυχία ἔργου, ζημία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
αδιαθεσία, κακομοιριά, στενοχώρια.
όταν αποτυχαίνει ποιοτικά και ποσοτικά η απόδοση της καλλιέργειας, τότε λέμε: “εφέτος αφάλισαν οι ελιές, ή τα κηπευτικά κ.λπ.”. αντιθ.: “έβαλα δέκα φωλιές κολοκυθιές, δεν αφάλισε ούτε μία” = βλάστησαν όλες – “Φύτεψα 20 ελιές και καμιά δεν αφάλησε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφαλίζω (ἀπὸ-ἅλις) = . . . Περισσότερα
κόβω τον ομφάλιο λώρο του νεογέννητου αφαλοκόβω κάποιον, ως απειλή όταν συχνάζει κανείς στο ίδιο μέρος, λέμε: “Εδεκεί φαίνεται πως τον αφαλοκόψανε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφαλοκόβω (ὀμφαλὸς-κόπτω) = κόπτω τὸν ὀμφάλιον λῶρον νεογνοῦ. «ἐδεκεῖ τὸν ἀφαλοκόψανε» = συχνάζει ἐκεῖ ἀδιακόπως (ὅπως τὸ νεογνὸν δὲν δύναται . . . Περισσότερα
Ἀφαλὸς § ὀμφαλός. Σημ. ἴδ. Σύλλ. 1. 10 βλ. και αφάλι (το)
Ἄφαλτσα (ἀ- Λ. falsum, Ἰ. falso) = ἀλαθήτως, ἀσφαλῶς, ἐπακριβῶς.
Ἄφαλτσος -η -ο (Λ. falsum, Ἰ. falso) = ἀλάθητος, ἀκριβής, ἀβλαβής
φυτό θαμνώδες και ακανθώδες, γενικά άγρια ακανθώδη φυτά: “Γέμισε ο τόπος αφάνες”. Άγγ. Σικ. “Πρωτοβρόχι”: ” … ο άρσαμος ή το θυμάρι, η αφάνα ή η αλυγαριά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφάνα /ἡ/ (ἀφανής, ἀφάνεια) = τὸ φρυγανῶδες φυτὸν ἐχινόπους ὁ ἀκανθόκλαδος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος . . . Περισσότερα
ο ανήσυχος, ο πολύ ταραγμένος: “Μου ΄ρθε αφάνος” = δυσφορία, ανησυχία, μισολυποθυμιά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφανάδος -α -ο (Ἰ. affanato) = ἀσθμαίνων, ἀνήσυχος, τεταραγμένος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀφανάρω (Ἰ. affanare) = ἀσθμαίνω, ἀνησυχῶ, ταράσσομαι.
Ἀφάνος /ὁ/ (Ἰ. affano) = ἆσθμα, δυσφορία, ταραχή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Λέμε: “μούρτε αφάνος”, χλόμιασα, σχεδόν λιποθύμησα. Το ιταλικό affano, κατά τον Mandeson, σημαίνει ανησυχία, αγωνία, άγχος (εδώ παραπέμπει και ο Λάζαρης). Όμως ο Δημητράκος στη λέξη “αφάνιση” ερμηνεύει: η μεγάλη σωματική κατάπτωση, που εύκολα οδηγεί στο . . . Περισσότερα
ταραχή μεγάλη, σύγχυση: “έπαθα μεγάλη αφανταλιά”.
φαντασία, αλαζονεία, ψωροπερηφάνεια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφαντασὰ /ἡ/ = φαντασία, οἵησις, ἔπαρσις, ἀλαζονεία. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ο υπεροπτικός τύπος, ο αλαζόνας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφαντασμένος -η -ο (φαντασία) = ἐπηρμένος, ἀλαζών, ὑπερόπτης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀφαρπάζομαι = παραφέρομαι, ἀγανακτῶ ἐξ εὐερεθισίας.
άφησε. Φράσεις: “Άφε να ιδούμε πρώτα” = “Άφε που θα βρέξει” – “Άφε που ο Κώστας λείπει από δω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄφες, ἄφς, ἄφσε, ἴδε λ. ἄς. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου βλ. ἄσε
ο κύριος, ο αστός, ο φεουδάρχης, ο γιος. “Το περιβόλι αυτό είναι του αφέντη μου” – “και τα σκυλιά του αφέντη μου είναι” “Ο αφέντης ο Χριστός” στα μικρά παιδιά: “Μην κλαις, αφέντη μου” – “έλα αφέντη μου, κάτσε να φας” αστεϊσμός ή ειρωνεία: “Καλώς τον αφέντη” Παροιμία: “Δεν ξέρει . . . Περισσότερα
η ιδιότητα του αφέντη (κυριότης, εξουσία, ευγένεια, κ.λπ.). Λέμε: “Καληώρα τσ΄ αφεντιά σας”. Η λέξη γενικεύτηκε και στους μεταξύ μας χαιρετισμούς τη χρησιμοποιούμε σαν δείγμα σεβασμού: “Τι κάνεις;” -“Καλά, η αφεντιά σου;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφεντιὰ /ἡ/ = αὐθεντία, εὐγένεια, κυριότης, ἐξουσία. «καλμέρα τσ’ ἀφεντιᾶς . . . Περισσότερα
το φυτό μήκων η υπνοφόρος, κοινώς παπαρούνα βλ. και αφιονισμένος Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Αφιονισμένοι, οι = οι δεχόμενοι αφιόνι (όπιον, οπός = χυμός φυτών) = οι ναρκωμένοι και μη δυνάμενοι να αντιδράσουν, οι παραζαλισμένοι.
αδράχτι αφκέρωτο. Χωρίς κλωστή. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Ἄφκος /ὁ/ = ὁ αὖκος, ἀγριομπίζελο.
Ἀφόντας ἐπίρρ. χρ = ὁπόταν. Τοῦτο δὲ καὶ ὅντα καὶ ὅντας λέγομεν. Π. ἀφόντας ἔρτῃ Κυριακή, Σαββάτο μὴ γυρεύῃς. (Παροιμ. 42.). Σημ. Ἐ τοῦ ἁφ = ὁπ. (Σύλλ. 1.) καὶ μεταθέσει γραμμάτων. Οἱ Μήλιοι λέγουσιν ἀπήτις (Ἐφ. Φιλομ. σ. 2521).
αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος: “Ρούχα αφόρηγα”, αλλά και κερί αφόρηγο (μέλισσας). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀφόρ(η)γος -η -ο (ἀ-φορέω, φορητὸς) = ἀφόρετος, ἀμεταχείριστος, καινουργής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
αφόρετος, αχρησιμοποίητος Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Ἀφορμ(ι)σμένος -η -ο = ὁ ὑπέχων ἀφορμὴν νόσου, φιλάσθενος, ὁ ὑφιστάμενος πρόκλησιν ἢ ἐρεθισμόν. (ἀφορμισμένος -η -ο)
Ἀφορμίζω -ομαι = προκαλῶ ἢ ὑφίσταμαι βλαπτικὴν ἀφορμ, μηχανεύομαι ἀφορμήν.
το αλάτι που δημιουργείται από την εξάτμιση του νερού της θάλασσας, στις κοιλότητες των βράχων.
Ἀφρηὰ /ἡ/ = ὁ ἀφρός, ἡ ἐκλεκτοτέρα ποιότης πράγματος. Ἀφρὴ – Ἄφρη /ἡ/ (ἀφρὸς) = ὁ ἀφρὸς, ἡ ἐκλεκτοτέρα ποιότης τοῦ εἴδους.